Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Ο βασιλιάς Αμπανόρ και η όμορφη ορφανή!

 Μια φορά κι ένα καιρό, πριν από πολλά πολλά χρόνια, ήταν ένας νέος και όμορφος βασιλιάς, που ονομαζόταν Αμπανόρ. Τα πράγματα πήγαιναν καλά για το βασίλειο του, γιατί ήταν ένας βασιλιάς που νοιαζόταν για το λαό του.
Κι εκείνοι του ανταπέδιδαν την αγάπη τους, και έδειχναν ενδιαφέρον για ότι συνέβαινε στη ζωή του.
Έπειτα από μερικά χρόνια, άρχισε να τους απασχολεί η σκέψη, του να αποκτήσουν και μία βασίλισσα στο πλευρό του βασιλιά τους, που να τον αγαπάει και να είναι κι εκείνος ευτυχισμένος.
Οι συμβουλάτορες άρχισαν να λένε στο βασιλιά, πως είχε έρθει ο καιρός να παντρευτεί.
Εκείνος όμως, όσο κι αν αγαπούσε το λαό του, δεν είχε καμία όρεξη να παντρευτεί. Δε συμπαθούσε το γάμο, και δεν ήθελε καμία για γυναίκα του.
Προσπαθούσε λοιπόν να χρησιμοποιήσει τα διάφορα θέματα της χώρας, σαν πρόφαση για να τον αποφύγει.
Τον απέφυγε μια, τον απέφυγε δυο, αλλά οι πιέσεις αυξάνονταν και κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να λέει συνέχεια όχι. Αποφάσισε λοιπόν να σκεφτεί κάποια πονηριά.
Μια μέρα, ανακοινώνει στην αυλή του, ότι αποφάσισε να παντρευτεί, τη κοπέλα που θα κατόρθωνε να του ρίξει το στέμμα από το κεφάλι. Θα έπρεπε να το ρίξει, πετώντας ένα μήλο  από απόσταση ίση με εκατό δρασκελιές!
Όσο κι αν τους φάνηκε παράξενο, ωστόσο το δέχτηκαν, και γρήγορα τελάληδες διέδωσαν το νέο σε όλη τη χώρα.
Όλες οι ελεύθερες κοπέλες, άρχισαν να διαλέγουν το μήλο τους, και να ετοιμάζουν το νυφικό τους.
Την ημέρα του διαγωνισμού, όλες οι κοπέλες μαζεύτηκαν σε ένα ανοιχτό λιβάδι, όπου είχε στηθεί ο νεαρός βασιλιάς, φορώντας το στέμμα του, και μία-μία πετούσε το μήλο της για να ρίξει το στέμμα. Καμία όμως δεν κατόρθωσε να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Άλλων δε πλησίαζε καν το στόχο, και άλλων η βολή ήταν πολύ ψηλή, γιατί βλέπεις είχαν και το φόβο μη χτυπήσουν το βασιλιά!
Όταν απέτυχαν όλες, ο βασιλιάς είπε δυνατά:
-Υπάρχει κάποια άλλη κοπέλα που θέλει να ρίξει το μήλο της;;
-Εγώ..... ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή, μέσα από τα δέντρα του δάσους.
Ξάφνου ξεπρόβαλε μια κοπέλα, που κρατούσε στο χέρι της ένα διαμαντένιο μήλο, μα το πρόσωπο της δε φαινόταν καθόλου, μια και το κάλυπτε ένα μαύρο βέλο. Το φόρεμά της δε φαινόταν επίσης, γιατί ήταν ντυμένο στα λουλούδια.
Δίνει μια με το μήλο.... και το στέμμα φεύγει από το κεφάλι του βασιλιά και πέφτει κάτω.
Όλοι φώναξαν από τη χαρά τους, σίγουροι πως είχαν βρει τη βασίλισσα τους, μα πριν  προλάβουν να βρεθούν κοντά της , η κοπέλα είχε εξαφανιστεί.
Έψαξαν παντού, αλλά δε τη βρήκαν πουθενά.
Ο βασιλιάς Αμπανόρ θύμωσε. Είχε αρχίσει να νιώθει περιέργεια, για αυτήν που κατάφερε να ρίξει το στέμμα, αλλά δεν έμεινε να διεκδικήσει το βραβείο της, και να γίνει βασίλισσα.
Διέταξε λοιπόν να τη ψάξουν σε όλο το βασίλειο. Όμως μάταια. Κανείς δεν ήξερε τίποτα, και δεν μπόρεσαν να βρουν τη κοπέλα πουθενά.
Σαν πέρασε λίγος καιρός, ο βασιλιάς πρόσταξε να ξαναγίνει ο διαγωνισμός και να μαζευτούν πάλι όλες οι κοπέλες. 
Πάλι όμως δε μπόρεσε καμία να ρίξει το στέμμα. Στο τέλος του αγώνα, όταν τελείωσαν όλες οι άλλες, ξεπρόβαλε πάλι από τα δέντρα, η κοπέλα με την ίδια λουλουδένια φορεσιά και το βέλο.
Πέταξε πάλι ένα διαμαντένιο μήλο, και έριξε το στέμμα από το κεφάλι του βασιλιά Αμπανόρ.
Και πριν το πάρουν καλά-καλά είδηση, εξαφανίστηκε όπως τη πρώτη φορά.
Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να ησυχάσει πια. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα να βρει τη κοπέλα.
Και όταν πέρασε ο χρόνος, έκανε για τρίτη φορά διαγωνισμό, μα και αυτή τη φορά τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια.
Ο Αμπανόρ, έσκυψε και πήρε στα χέρια του το μήλο. Και τότε μέσα στα διαμάντια, είδε να καθρεφτίζεται το πανέμορφο πρόσωπο μιας κοπέλας.
-Αυτή είναι η γυναίκα που θα πάρω και καμιά άλλη. Ελάτε να τη δείτε, είπε στους αυλικούς του.
Τη ξέρει κανείς;; 
Αλλά κανένας δεν αποκρίθηκε πως την ήξερε ή την είχε δει κάπου.
Όλοι είχαν μαγευτεί από αυτό το όμορφο πρόσωπο, κι ο βασιλιάς ακόμα περισσότερο, που κλείστηκε στον εαυτό του, και δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα πλέον.
Ο καλός βασιλιάς είχε χάσει πλέον το χαμόγελο του και την όρεξη του για τα πάντα.
Η σκέψη του ήταν μόνο στο πρόσωπο της κοπέλας, που είχε δει.
Οι αυλικοί του θέλοντας να τον κάνουν να διασκεδάσει λίγο του πρότειναν να πάει για κυνήγι.
Εκείνος αποφάσισε να πάει, αλλά δεν ήθελε κανέναν μαζί του. Ήθελε να μείνει λίγο μόνος ,με το καημό του.
Προχωρούσε με το άλογο του σκεφτικός, κι ούτε το πήρε είδηση ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά, ενώ το φως της ημέρας χανόταν.
Έπεσε το βράδυ, και τον βρήκε το σκοτάδι, στο δάσος. Εκεί που προχωρούσε, είδε ένα φωτάκι να αχνοφέγγει στο βάθος. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί, και αντίκρισε μια καλύβα.
Χτύπησε τη πόρτα,  του άνοιξε μια κακομούτσουνη γριά, και πίσω της φαινόταν μια επίσης άσχημη κοπέλα, με την ίδια κακία στο πρόσωπο, που ο Αμπανόρ αμέσως κατάλαβε ότι ήταν η κόρη της. Θα προτιμούσε να φύγει από εκεί, αλλά δεν είχε που να πάει μέσα στη νύχτα.
-Καλή μου γιαγιά, της λέει ο βασιλιάς, θα ήθελα να με φιλοξενήσεις αν μπορείς απόψε, γιατί χάθηκα στο δάσος.
- Και τι με νοιάζει εμένα;; του λέει με κακία η γριά
-Δε θα χάσεις της λέει ο βασιλιάς. Θα σε ανταμείψω για τους κόπους σου.
Μόλις η γριά άκουσε αυτά τα λόγια, άλλαξε συμπεριφορά αμέσως, τον έβαλε στο σπίτι, τον τάισε, και του έστρωσε μια κουβέρτα δίπλα στο τζάκι για να κοιμηθεί.
Όμως ο βασιλιάς δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Όλη τη νύχτα άκουγε από το διπλανό δωμάτιο, τη γριά να βρίζει κάποιον. 
Το πρωί δε κρατήθηκε, και αφού έδωσε χρήματα στη γριά, τη ρώτησε με ποιον μάλωνε όλο το βράδυ.
-Μπα άρχοντα μου... δεν αξίζει το κόπο να ασχοληθείς!
Είναι μια ψυχοκόρη αχαίρευτη, που δεν εκτιμά το ψωμί που της δίνω με τη καλή μου τη καρδιά.
Είναι ψεύτρα, κλέφτρα, και παραμυθατζού.
-Τι έκανε;; ρώτησε όλο περιέργεια ο βασιλιάς.
- Τις προάλλες την έστειλα να μου φέρει κάτι αντάξιο ενός βασιλιά, αλλά εκείνη όχι μόνο δεν το έφερε, άργησε τόσο πολύ να γυρίσει, που η πανέμορφη κορούλα μου έχασε την ευκαιρία.
Κόμπος έφραξε το λαιμό του βασιλιά.
-Ποια ευκαιρία;;
-Ένας διαγωνισμός βασιλικός, τρεις φορές την έστειλα την αχαΐρευτη, αλλά προτίμησε από τη ζήλια της για την ομορφιά της κόρης μου, να μη πάει καθόλου και να χαζολογάει εδώ κι εκεί.
-Θ άθελα να δω τη ψυχοκόρη σου, της λέει με κομμένη την ανάσα.
-Μπα,.. την έδιωξα τη νύχτα, να πάει να κάνει παρέα με τα ζωντανά του δάσους αφού τα ταΐζει με το φαγητό που μου κλέβει. Που τη χάνεις που τη βρίσκεις όλο με τα παλιοζωντανά ασχολείται, με τα λουλούδια χορεύει, αντί να φροντίζει εμένα την άμοιρη γριούλα, που της φέρομαι με τόση καλοσύνη. Αχάριστο πλάσμα!!!
Ο βασιλιάς δεν τη πίστεψε, αλλά γύρισε κι έφυγε.
Όμως δεν απομακρύνθηκε πολύ, κι όταν η γριά βγήκε κάποια στιγμή από το σπίτι με τη κόρη της, να μαζέψουν ξύλα, εκείνος βρήκε την ευκαιρία να μπει μέσα στο σπίτι, και να πάει γρήγορα στο διπλανό δωμάτιο.
Στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, ήταν ένα κακόμοιρο, κουρελιασμένο κορίτσι, κουλουριασμένο από το κρύο και τις βουρδουλιές, ατάιστο και δυστυχισμένο.
Το πρόσωπό της, όμως θα το γνώριζε ανάμεσα σε χιλιάδες. Ήταν ένα πρόσωπο που είχε χαραχτεί στη καρδιά του και στο μυαλό του.
Την πήρε στα χέρια, και της είπε λόγια καλοσύνης.
Την έβαλε στο άλογο του, και τη πήγε στο παλάτι του. Διέταξε τους στρατιώτες του να συλλάβουν τη γριά και τη κόρη της και να τις ρίξουν στη φυλακή. Όταν όμως έφτασαν εκεί οι στρατιώτες, βρήκαν τη καλύβα άδεια, και η γριά με τη κόρη της ήταν άφαντες. Κανείς δε τις ξαναείδε ποτέ.
Έπειτα από λίγο καιρό έγιναν οι γάμοι του βασιλιά με την αγαπημένη του, και όλο το βασίλειο γλέντησε με τη χαρά τους. Κι ο βασιλιάς όταν μίλησε στους υπηκόους του, είπε, ότι για κάθε άνθρωπο, υπάρχει ένας άλλος, που για χάρη του αλλάζεις γνώμες, επιθυμίες, και τρόπο ζωής.
Και ζεις ευτυχισμένος μετά, με το σύντροφο σου, για πάντα.
Και πράγματι, όλα τα μετέπειτα χρόνια το βασίλειο αυτό ήταν το πιο ευτυχισμένο.



Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ο βοσκός και ο λύκος

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βοσκός, που πήγαινε καθημερινά τα πρόβατα του να βοσκήσουν, έχοντας για παρέα δύο υπέροχα τσομπανόσκυλα. 
Τα σκυλιά του τα είχε χρόνια και τους είχε εμπιστοσύνη.
Μια μέρα όμως, τα  έχασε και τα δύο από κάποιο δηλητήριο.
Αρρώστησαν συγχρόνως και ψόφησαν. Μεγάλη στενοχώρια για το χαμό δύο τόσο πολύτιμων φίλων, κυρίευσε το βοσκό.
Από την άλλη σκεφτόταν το κοπάδι του που θα έμενε αφύλαχτο. 
Ξεκίνησε λοιπόν με τα πρόβατα  μόνος, και σκεφτόταν ότι αν παρουσιαζόταν κανένα κοπάδι από λύκους, θα είχε μεγάλο πρόβλημα. Όμως οι άλλες στάνες ήταν σε μεγάλη απόσταση, κι αν ξεκινούσε για να πάει να αγοράσει καινούργια σκυλιά, το κοπάδι θα έμενε αφύλαχτο, ολόκληρη τη μέρα.
Ενώ σκεφτόταν, δεν είχε προσέξει ένα λύκο που ερχόταν πίσω τους. 
Ο βοσκός τρομοκρατήθηκε κι άρχισε να ψάχνει τρόπο να αποφύγει το κίνδυνο.Πρόσεξε όμως, πως ο λύκος δε πείραζε τα πρόβατα, μόνο τ' ακολουθούσε ήσυχα ήσυχα, σαν να ήταν τσοπανόσκυλο.
Καμιά φορά μάλιστα, που ένα πρόβατο  πήγαινε να ξεκόψει από το κοπάδι, ο λύκος έτρεχε και το ξανάφερνε πίσω.
-Παράξενος λύκος....σκέφτηκε ο βοσκός! Φέρεται σαν σκύλος!
Ωστόσο, είχε όλη τη μέρα το νου του στο αγρίμι. Το βράδυ που γύρισε τα πρόβατα στο μαντρί, και τα έκλεισε μέσα, ο λύκος τον ακολούθησε ως εκεί, κι έπειτα σαν να είχε τελειώσει η δουλειά του, έφυγε.
-Μπορεί να έρθει αργότερα να μου πνίξει τα πρόβατα, ....σκέφτηκε ο βοσκός, και έκατσε όλη τη νύχτα σκοπός, παραφυλάγοντας μήπως έρθει ο λύκος.
Αλλά ο λύκος δε φάνηκε καθόλου, παρά το πρωί που έβγαλε πάλι το κοπάδι για βοσκή. Πάλι πήγαινε πίσω τους και έκανε ακριβώς τα ίδια με τη προηγούμενη ημέρα.
Πέρασαν τρεις εβδομάδες, κι ο βοσκός είχε συνηθίσει το παράξενο λύκο, και τον τάιζε μάλιστα όπως τάιζε τα σκυλιά του.
Κάποτε του έτυχε μια δουλειά και έπρεπε να κατέβει στη πολιτεία. Αλλά έφυγε ήσυχος, μια και είχε το λύκο, να προστατεύει το κοπάδι του.
Την άλλη μέρα όμως που γύρισε, δε βρήκε στο μαντρί του, ούτε ένα πρόβατο ζωντανό.
Τότε κατάλαβε τη γκάφα του τη μεγάλη.
-Καλά να πάθω, πήγαινα γυρεύοντας. Ποιος μου είπε να εμπιστευτώ την ασφάλεια των προβάτων μου σε έναν λύκο;;



Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Η αλεπού και ο κόρακας!

Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια παμπόνηρη αλεπού, η κυρά-Μαριώ, μαζί με τα δυο μικρά αλεπουδάκια της. Ένα πρωί αφού σκούπισε και συγύρισε το σπίτι της, είπε στα παιδιά της που  έπαιζαν καθισμένα στο δάπεδο:
-Παιδιά μου για το μεσημέρι δεν έχει φαγητό. Θα κατέβω στο χωριό, να πάρω κάτι να φάμε.
-Εγώ θέλω να μου φέρεις έναν αληθινό κόκκορα, είπε το ένα αλεπουδάκι.
-Εγώ θέλω μια αληθινή χήνα είπε το δεύτερο.
-Μην ανησυχείτε θα σας φέρω το καλύτερο φαγητό. Μα μέχρι να γυρίσω φροντίστε να είστε φρόνιμα, και να προσέχετε. Να μην ανοίξετε τη πόρτα και έρθει ο λύκος και σας φάει.
Κι αφού τους έδωσε τις μητρικές συμβουλές, έβαλε τα καλά της, φτιάχτηκε μια και θα είχε πολύ κόσμο στο παζάρι, κι έφυγε σκεφτική.
Τα αλεπουδάκια το έριξαν στο παιχνίδι, μέχρι να γυρίσει η μητέρα τους.
Αυτό που  προβλημάτιζε την κυρά-Μαριώ ήταν, πώς θα έπαιρνε φαγητό για τα παιδιά της, χωρίς λεφτά.
Στο μεταξύ δύο κόρακες πάνω στα κλαδιά ενός δέντρου κουβέντιαζαν. Τι θα φάμε σήμερα; αναρωτιόνταν και αυτοί...
Μια καρακάξα που τους άκουσε τους είπε ότι περνώντας από το παζάρι, είδε του κόσμου τα καλά. Θα πετούσε χαμηλά τους είπε, μήπως και αρπάξει κάτι, αλλά φοβήθηκε.
Ο ένας κόρακας μόλις το άκουσε, πέταξε προς το χωριό.
Ένας μπακάλης, κουβέντιαζε με μια γυναίκα, και δίπλα του στο πάγκο, ήταν αραδιασμένα λαχταριστά και ευωδιαστά μεγάλα κομμάτια τυρί.
Ο κόρακας ήταν τόσο πεινασμένος, που δεν δίστασε, την ώρα που ο μπακάλης πρόσεχε τη πελάτισσα, έκανε βουτιά και άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί με το ράμφος του.
Ο μπακάλης γύρισε, τον είδε και έβαλε τις φωνές:
-Το πουλί, ο κόρακας, μου άρπαξε το τυρί!
-Καλά να πάθεις του είπε η πελάτισσα, να μάθεις να πουλάς τόσο ακριβά!
Ο μπακάλης έτρεχε πίσω από το κόρακα, φωνάζοντας ότι θέλει πίσω το τυρί του
Μα πού να φτάσει το κόρακα, που πέταξε μακριά πίσω από κάτι δέντρα.
Η αλεπού μας, είχε κουραστεί από το περπάτημα και κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει. Την ώρα που ήταν έτοιμη να σηκωθεί για να συνεχίσει το δρόμο της, ακούει ένα φρρρρρ... από πάνω από τα κλαδιά του δέντρου. Κάνει έτσι το κεφάλι της, και βλέπει ένα κόρακα με ένα μεγάλο κομμάτι τυρί στο ράμφος.
Αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό το τυρί ήταν ότι χρειαζόταν για να χορτάσει αυτή και τα αλεπουδάκια της, και αποφάσισε να το αποκτήσει.
Κατάλαβε ότι μόνο με πονηριά θα το έπαιρνε από το κόρακα.
Σηκώθηκε πήρε τη τσάντα της, και τότε έκανε σαν να τον είδε μόλις εκείνη τη στιγμή.
-Ω ...καλημέρα κυρ-Κόρακα! του είπε. Εδώ είσαι και δεν μιλάς;
Μα πώς να μιλήσει ο κόρακας που είχε στο στόμα του το τυρί.
-Καλέ....εσένα σε έχω ξαναδεί...Ναι, ναι, δε κάνω λάθος. Καθόσουν ένα πρωί, κοντά στο σπίτι μου, στη κορυφή ενός κυπαρισσιού και κελαηδούσες. Και τι ωραίο κελάηδημα που έκανες!
Καλύτερα κι από αηδόνι.Σε άκουγα και δε πίστευα στα αυτιά μου. Πιο όμορφη φωνή δεν έχει σίγουρα άλλο πουλί στο κόσμο. 
Ο κόρακας την άκουγε με προσοχή και του άρεσαν πολύ τα παινέματα της.
-Μα θέλεις να σου δείξω πώς κελαηδούσες; συνέχισε η κυρά-Μαριώ. Κάπως έτσι...
Στάθηκε στα δύο της πόδια, και άρχισε να... τραγουδάει.
-Αχ ....εγώ δεν τα καταφέρνω.., αλλά και τι δε θα έδινα, για να ακούσω το γλυκό σου κελάηδημα πάλι, που δε μπόρεσα να το ξεχάσω.
Ο κόρακας φοβερά κολακευμένος, αμέσως αποφάσισε να της κάνει το χατήρι.
Άνοιξε το στόμα του και άρχισε να κελαηδά, όμως την ώρα που άνοιξε το ράμφος, το τυρί του έφυγε από το στόμα, και έπεσε κατευθείαν ....στην ανοικτή τσάντα της κυρά-Μαριώς.
Εκείνη την έκλεισε μεμιάς, και άρχισε να τρέχει, γελώντας και φωνάζοντας στο δυστυχή κόρακα:
-Γεια σου κόρακα με τη χειρότερη φωνή του κόσμου, που πίστεψες ότι ξεπερνάς κι ένα αηδόνι. Άλλη φορά να προσέχεις τα παινέματα, γιατί πολλές φορές παινεύουν εκείνοι που θέλουν το κακό του άλλου. Αν δεν κολακευόσουν δεν θα άνοιγες το στόμα σου για να σου πέσει το τυρί. Εγώ θα χορτάσω με αυτό τη πείνα τη δική μου και θα ταΐσω και τα δυο μου παιδιά. Ας είσαι καλά που είσαι τόσο εύπιστος στα ψεύτικα παινέματα των άλλων.
Έφυγε, και ο κόρακας έμεινε πεινασμένος να κλαίει για το πάθημα του.





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...