Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Tο γαιδουρόδερμα!

Σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένας πανίσχυρος βασιλιάς, που ήταν παντρεμένος με την ομορφότερη και με τη καλύτερη κοπέλα που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το βασιλικό ζευγάρι, ήταν πολύ ευτυχισμένο καθώς έβλεπε τη κόρη του να μεγαλώνει, μια μικρούλα που ήταν το ίδιο όμορφη, γλυκιά και ενάρετη με τη μητέρα της. Ήταν μια οικογένεια τόσο υπέροχη που όλα γύρω τους ήταν επίσης θαυμάσια.
Στους στάβλους του βασιλιά ζούσε ένας γάιδαρος, που είχε εξαιρετική μεταχείριση αν και είχε κοινό παρουσιαστικό και που παρ' όλα αυτά ήταν καταπληκτικός. Εκείνο το ζώο δεν έκανε κοπριές, όπως τα άλλα, αλλά έβγαζε χρυσά νομίσματα, με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει ο βασιλιάς ακόμα περισσότερα πλούτη στο ωραίο του βασίλειο.
Παρόλα αυτά, η ευτυχία και η χαρά σχεδόν ποτέ δεν κρατούν για πάντα και η κακοτυχία έφτασε επίσης και σε εκείνο το θαυμαστό βασίλειο, αφού μια μέρα η βασίλισσα αρρώστησε βαριά από μια άγνωστη ασθένεια. Κανένας γιατρός δεν ήξερε πώς να τη θεραπεύσει και η βασίλισσα έχανε κάθε μέρα τις δυνάμεις της για μεγάλη απελπισία του συζύγου της. Καθώς έβλεπε ότι κόντευε να πεθάνει, η βασίλισσα κάλεσε το σύζυγο της και του είπε:
-Αγαπημένε μου, ξέρω ότι πρόκειται να πεθάνω και θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, προτού να σε αφήσω: θέλω να ξέρω ότι δε θα ξαναπαντρευτείς κάποια λιγότερο όμορφη, ενάρετη και καλή, από ότι ήμουν εγώ. Πρέπει η γυναίκα σου να είναι σε θέση να σε κάνει ευτυχισμένο.
Εκείνος πικραμένος που την έχανε και χωρίς να σκεφτεί, το υποσχέθηκε, και η βασίλισσα ξεψύχησε στην αγκαλιά του.
Ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλο πένθος για αρκετό καιρό, ξεχνώντας και την ύπαρξη της κόρης του. Πέρασαν μήνες και οι σύμβουλοι του αποφάσισαν να επέμβουν. Τον έπεισαν ότι πρέπει να ξαναπαντρευτεί.
Εκείνος μια και είχε δώσει το λόγο του στη νεκρή του γυναίκα, άρχισε να εξετάζει όλες τις κοπέλες ευγενικής καταγωγής, της κυρίες της τιμής, για να διαπιστώσει τελικά ότι καμία, μα καμία, δεν έκανε για σύζυγος του. Οι υποψήφιες αν δεν ήταν άσχημες, ήταν πολύ φλύαρες, εγωίστριες, ή φιλόδοξες, και από άλλες έλειπε, η γοητεία ή η καλοσύνη.
Ο βασιλιάς μέσα στη μανία του να βρει ξανά κάποια σαν τη γυναίκα του, έπεσε σε παραλήρημα, και έχασε το λογικό του. Μέσα στη τρέλα του, αντικρίζοντας τη κόρη του μπροστά του, την ερωτεύτηκε παράφορα. Η κακομοίρα η κοπέλα έκλαιγε για τη κακοτυχία της, μέχρι που τη λυπήθηκε κάποια νεράιδα και έτρεξε να τη συμβουλέψει:
-Ζήτα από το πατέρα σου σαν δώρο για το γάμο, κάτι που είναι αδύνατο να στο δώσει, για να δεχθείς να τον παντρευτείς. Ζήτα του το δέρμα του γαιδάρου που τον πλουτίζει τόσο πολύ.
Ο βασιλιάς όμως με το χαμένο του λογικό δε λογάριασε τίποτα, και σκότωσε το γάιδαρο, προκειμένου να αποκτήσει τη σύντροφο που ήθελε. Έδωσε λοιπόν το δέρμα στη κόρη του.
Τότε η νεράιδα συμβούλεψε πάλι τη κοπέλα, να το σκάσει πριν γίνει ο γάμος.
-Θα καλύψεις το σώμα σου με το δέρμα του γαιδάρου για να φύγεις απαρατήρητη και θα βάλεις τα πράγματα σου σε αυτό το μαγικό μπαούλο. Όπου πηγαίνεις το μπαούλο θα σε ακολουθεί κάτω από τη γη. Μόλις χτυπάς το έδαφος με το πόδι σου, τότε το μπαούλο θα εμφανίζεται, και θα μπορείς να χρησιμοποιείς ότι θέλεις.
Η πριγκίπισσα κάλυψε και το πρόσωπο της με καπνιά και σκεπασμένη με το γαιδουρόδερμα, έφυγε. Έφτασε μακριά και για να ζήσει ζητιάνευε από χωριό σε χωριό.
Μια μέρα βρέθηκε σε ένα αγρόκτημα, όπου συμφώνησε να φροντίζει τα χοιροστάσια, και σε αντάλλαγμα να της παραχωρήσουν ένα απόμερο καμαράκι, με λιγοστά έπιπλα και το φαγητό της.
Το καμαράκι είχε ένα τραπέζι, ένα καθρέφτη, και ένα κρεβάτι για να κοιμάται.
Το δέρμα του γαιδάρου, και το μουτζουρωμένο της πρόσωπο, καθώς και το ότι φρόντιζε τα γουρούνια, την έδειχναν αποκρουστική, και όλοι τη κορόιδευαν φωνάζοντας την μάλιστα, Γαιδουρόδερμα.
Τις ημέρες που δεν είχαν δουλειά, κλεινόταν στο δωμάτιο της, πλενόταν και χτυπούσε το πόδι ώστε να φορέσει τα ρούχα της και τα κοσμήματα της και να ξανανιώσει ο εαυτός της για λίγο.
Ένα τέτοιο πρωινό, ο πρίγκιπας του βασιλείου, που είχε βγει για κυνήγι, ψάχνοντας ένα θήραμα που είχε χάσει, έφτασε μπροστά στο καμαράκι της κοπέλας. Από το παράθυρο είδε τη πιο όμορφη γυναίκα που είχε αντικρύσει στη ζωή του, και την ερωτεύτηκε στη στιγμή. Μέχρι να δέσει το άλογο του και να πάει να χτυπήσει τη πόρτα, η κοπέλα ακούγοντας το χλιμίντρισμα του αλόγου, μασκαρεύτηκε γρήγορα.
Το πλάσμα που παρουσιάστηκε μπροστά στο πρίγκιπα, δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα των ονείρων του. Όταν ρώτησε αν μένει κάποιος άλλος εκεί, και πήρε αρνητική απάντηση, έφυγε απογοητευμένος, και πληγωμένος. Ωστόσο η πριγκίπισσα μαγεύτηκε κι εκείνη από τη θωριά του.
Ο πρίγκιπας έφτασε στο παλάτι, και έπεσε σε βαριά μελαγχολία. Η νεράιδα που βοήθησε τη κοπέλα τον λυπήθηκε. Και είπε στη βασιλοπούλα:
-Στείλε  στο πρίγκιπα κάτι δικό σου.
Και εκείνη της έδωσε το δαχτυλίδι της.
Η νεράιδα παρουσιάστηκε ένα βράδυ μπροστά στον όμορφο νέο, λέγοντας του:
-Πάρε αυτό το δαχτυλίδι, γιατί η κοπέλα στην οποία ανήκει, είναι αυτή που ποθεί η καρδιά σου.
Είναι τόσο μικρό, μόνο κάποια με πολύ ντελικάτα χέρια μπορεί να το φοράει.
Και ο πρίγκιπας την άλλη μέρα, έβγαλε ανακοίνωση ότι θα φάει, όταν θα βρεθεί αυτή που θα της κάνει το δακτυλίδι, και που δε θα είναι άλλη από αυτή που θα γίνει γυναίκα του.
Όλοι κορόιδευαν όταν το Γαιδουρόδερμα, ήρθε για να δοκιμάσει το δαχτυλίδι, αφού κάθε άλλη που είχε προσπαθήσει να το φορέσει είχε αποτύχει. Κι όταν άπλωσε το λεπτό της χέρι, και το δαχτυλίδι μπήκε άνετα στο ντελικάτο της δάχτυλο, το γαιδουρόδερμα έπεσε, και παρουσιάστηκε μπροστά σε όλους η πραγματική ομορφιά της.
Ο πρίγκιπας την πήρε από το χέρι και παρουσίασε σε όλους τη μελλοντική βασίλισσα τους.
Όλοι τα έχασαν και θαμπώθηκαν από την ομορφιά και τη γλυκύτητα της, και κατάλαβαν ότι τόσο καιρό είχαν γελαστεί, και έκριναν μόνο από αυτό που έβλεπαν και που τελικά ήταν ψεύτικο.
Οι γάμοι έγιναν γρήγορα και έζησαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι για πολλά πολλά χρόνια.




Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Η πριγκίπισσα αμαζόνα!


Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με την βασίλισσα και τις δύο τους κόρες.
Ήταν ένα βασίλειο που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από καμιά άλλη χώρα. Ο λαός ζούσε ευτυχισμένος, και αγαπούσε το βασιλιά και τη βασίλισσα του, μια και ήταν ηγέτες που νοιάζονταν για την ευημερία του βασιλείου τους. Μα πιο πολύ ακόμα καμάρωνε τις δύο πριγκιποπούλες, που συναγωνίζονταν η μία την άλλη σε ομορφιά.
Η μεγάλη κόρη ήταν μελαχρινή με όμορφα μαύρα μακριά μαλλιά, μαύρα μάτια μεγάλα σαν αμύγδαλα, άσπρο αλαβάστρινο δέρμα, και ένα υπέροχο σώμα.Την έλεγαν ΄Αρτεμη, σαν τη θεά του κυνηγιού, και πραγματικά σε τίποτα δεν υστερούσε από μία θεά, ούτε όταν κάλπαζε με το άλογο της, ούτε όταν κυνηγούσε, ούτε όταν χειριζόταν το ξίφος, ούτε όταν τραβούσε κουπί και διέσχιζε τη λίμνη από τη μια άκρη στην άλλη. Ακόμα και για ψάρεμα πήγαινε, με τη συντροφιά πότε-πότε της αγαπημένης της αδελφής, που ήταν εξίσου όμορφη, μα με διαφορετικό χαρακτήρα.
Η Μυρτώ ήταν ξανθιά με γαλανά μάτια, αλαβάστρινο και αυτή δέρμα, μα με τρυφερά ροδαλά μάγουλα, μικροκαμωμένη, λεπτεπίλεπτη και συνεσταλμένη.
Της μεγάλης το άλογο το έλεγαν Κεραυνό, και ήταν το πιο κατάλληλο όνομα για ένα τέτοιο περήφανο και ατίθασο άτι, όμοιο με τη κυρά του. Της μικρής αντίθετα ήταν μια ήσυχη φοράδα, που επίσης ταίριαζε με την ηρεμία του τύπου της.
Άρεσαν όμως και στις δύο, οι βόλτες στο δάσος με τα αγαπημένα τους άλογα, τον Κεραυνό, και τη Δροσιά, καθώς και οι δύο απολάμβαναν τη φύση, τον ήλιο, και το τραγούδι των πουλιών. Όταν όμως χειμώνιαζε μόνο η Άρτεμη λάτρευε να βαδίζει στο χιόνι και να βλέπει τα ίχνη από τα διάφορα ζώα που πέρασαν πριν από το σημείο και να μαντεύει το ίχνος σε ποιο ζώο ανήκει.
Η Μυρτώ περιόριζε τις ασχολίες της, το χειμώνα, με το να πηγαίνει στο πάρκο του παλατιού να κάθεται παρέα με τα ζωάκια, ελαφάκια, σκιουράκια, πουλάκια και να τραγουδάει κοιτώντας τα χειμωνιάτικα λουλούδια, ή έχοντας παρέα ένα αγαπημένο βιβλίο.
Κάθε χρόνο, γινόταν ένας μεγάλος αγώνας αντοχής, με άλογα. Σε αυτόν μπορούσε να συμμετέχει όποιος ήθελε από το βασίλειο, από ευγενείς, και εύπορους, μέχρι τους πιο φτωχούς του λαού.
Για πρώτη φορά, η Άρτεμις δήλωσε στο πατέρα της:
-Θα πάρω κι εγώ μέρος στον αγώνα.
-Τι είναι αυτά που λες κόρη μου, της είπε ο βασιλιάς, εσύ, μια πριγκίπισσα και θα πάρεις μέρος σε αγώνα με τόσους άντρες;
-Γιατί πατέρα, άσε με, αφού μ' αρέσει και δεν νομίζω κανείς να πειραχτεί, θα τρέξω και εγώ με το άλογό μου σαν όλους τους άλλους.
Τι να κάνει ο πατέρας της, έδωσε την συγκατάθεση του. ΄Ολα οργανώθηκαν στην εντέλεια και ήρθε η πολυπόθητη μέρα.
΄Ολο το βασίλειο είχε ξεσηκωθεί, και παντού επικρατούσε μια χαρμόσυνη αναστάτωση, που ήρθε να την μεγαλώσει και η προσμονή, της συμμετοχής της πριγκιποπούλας. Η φήμη ότι η μεγάλη κόρη του βασιλιά, θα έπαιρνε μέρος, είχε περάσει τα σύνορα του βασιλείου.
Έτσι είχαν έρθει και ξένοι, που ήθελαν να την δουν από κοντά και να την καμαρώσουν.
Το νέο όμως είχε φτάσει και στα αυτιά κάποιας που δεν έπρεπε. Υπήρχε ένα βουνό, έξω από το βασίλειο, που κανείς δεν το πλησίαζε, και απέφευγαν όλοι να περάσουν ακόμα και από τη γύρω περιοχή του. Ο λόγος ήταν μια μάγισσα, που έλεγαν ότι ζούσε εκεί, σε ένα σκοτεινό, αφιλόξενο πύργο, κτισμένο στη κορφή του. Αυτή δεν ήταν καλή μάγισσα, αλλά πανούργα και φθονερή.
Έλεγαν ότι δεν ερχόταν ποτέ σε επαφή με τους ανθρώπους, και το πίστευαν τόσο, που πολλές φορές ξεχνούσαν την ύπαρξη της.
Όμως αυτή υπήρχε, και συχνά της άρεσε να κυκλοφορεί μεταμφιεσμένη ανάμεσα στους ανθρώπους, να τους παρακολουθεί και να ακούει τι λένε. Σε κάποια από αυτές τις βόλτες, άκουσε για πρώτη φορά να μιλούν για τη πριγκίπισσα Άρτεμη, που ήταν τόσο όμορφη και άξια. Κι από τότε ένοιωσε ζήλια και μίσος. Μισούσε την ΄Αρτεμι τόσο πολύ, που σκεφτόταν ότι η ύπαρξη της ήταν φοβερή ενόχληση για την ίδια. Μισούσε και το ότι ο λαός ήταν ευτυχισμένος, κι ότι ο βασιλιάς ήταν καλός, και τυχερός να έχει τέτοιες κόρες, και ειδικά μία τόσο δυνατή και ατρόμητη.
Κάποιες φορές προσπάθησε να τη πετύχει μόνη, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Μπορεί να έβγαινε βόλτα συχνά το κορίτσι, αλλά πάντα είχε συνοδεία.
Αυτός ο αγώνας, ήταν η ευκαιρία που περίμενε, σκέφτηκε. ΄Επρεπε να οργανωθεί καλά.
Έτσι και θα γλίτωνε από αυτή που ζήλευε και την επαινούσαν όλοι, και το βασίλειο θα βυθιζόταν στη δυστυχία, και θα έπαυε να είναι χαρούμενο και ηλιόλουστο, πράγμα που αντιπαθούσε.
Η διαδρομή της κούρσας ήταν δύσκολη, περνούσε από πυκνά σημεία του δάσους, και περνούσε και από βουνό με στενό στριφογυριστό μονοπάτι και γκρεμούς.
Σε κάποια από αυτές τις στροφές θα την άρπαζε και δεν θα το καταλάβαινε κανείς.
Πολλά, αμέτρητα παλληκάρια πήραν τη θέση τους για τον αγώνα. Η ΄Αρτεμις φορώντας μια άσπρη στολή με κόκκινα συρίττια, πήρε τη θέση της με το άλογο της. ΄Ολοι την ζητωκραύγαζαν για το θάρρος της.
Ο αγώνας ξεκίνησε, διάνυσαν και το δάσος και η Άρτεμις σαν δεινή αμαζόνα, προπορευόταν πολύ. Άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι του βουνού, πολύ πιο μπροστά από τους άλλους, και στην δεύτερη στροφή, μια λάμψη άστραψε μπροστά της και έπειτα τη τύλιξε το μαύρο σκοτάδι. Η κακιά μάγισσα, μεταμορφωμένη σε τεράστιο αρπακτικό τη βούτηξε τη στιγμή που έστριβε την μεγάλη στροφή και κανείς δεν την έβλεπε. Έπειτα από κάμποση ώρα στο τέρμα έφτασε μόνος ο Κεραυνός τρομαγμένος και όλοι έντρομοι είδαν άδεια τη σέλα.
Ο αγώνας ξεχάστηκε στη στιγμή, και ο βασιλιάς διέταξε ομάδες να ξεχυθούν να βρουν τη κόρη του.
΄Επεσε πανικός και όλοι τρέχανε πανικόβλητοι πίσω να βρουν το κορίτσι, γιατί υπέθεταν ότι κάπου έπεσε και χτύπησε.
΄Ολη μέρα έψαχναν, αλλά οι προσπάθειες μέχρι εκείνη την ώρα ήταν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εξακολουθούσαν να ψάχνουν ακόμα και όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, και όσο νύχτωνε εφοδιαζόντουσαν με δαδιά αναμμένα για να βλέπουν. Η νύχτα προχωρούσε και δεν έβρισκαν ούτε ίχνος της κοπέλας πουθενά.
Στο παλάτι, είχε πέσει μια θλιβερή σιωπή που την διέκοπταν τα κλάματα, και κάποιες φωνές αγωνίας. Η καημένη η Μυρτώ σαν χαμένη, με δάκρυα στα μάτια, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάτι κακό έπαθε η αδελφούλα της και δεν θα την ξαναδεί. Παρηγορούσε τη μητέρα της και της έδινε κουράγιο, ότι από στιγμή σε στιγμή θα φανεί κάποιος που θα φέρνει νέα για την ΄Αρτεμη.
Ξημέρωσε μετά από ώρες ατέλειωτης αγωνίας, αλλά κανείς δεν είχε κάτι αισιόδοξο να αναγγείλει. Τότε ο βασιλιάς φώναξε τον Πρωθυπουργό του και του είπε να βγάλει ανακοίνωση σε όλο το βασίλειο και να διαδώσουν παντού ότι μεγάλη αμοιβή θα δοθεί, σε όποιον φέρει την θυγατέρα του πίσω σώα. Θα δώσει τεράστιο ποσόν, πετράδια και αξιώματα σε όποιον το καταφέρει.
Πολλά παλικάρια από τις καλύτερες οικογένειες του βασιλείου έτρεξαν, και πολλά κι από άλλα βασίλεια επίσης.  Άξιοι πολεμιστές, γεροδεμένα πριγκιπόπουλα, δυνατά παλληκάρια του λαού, γύρευαν την τύχη τους. Βγήκαν όλοι να ψάξουν για τη βασιλοπούλα. Αλλά μετά από μέρες κανείς τους δεν γύρισε με ένα μαντάτο.  Όλοι εξαφανίστηκαν.
Απελπισία απλώθηκε παντού. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν τι άλλο να κάνουν.Υπήρχε και ένα γεροδεμένο παλικάρι, γιος του μυλωνά, που όλο έλεγε, ότι ξέρει πού να ψάξει για την βασιλοπούλα. Μα όλοι τον κορόιδευαν. Εκείνος εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι η μάγισσα φταίει, κι ότι εκείνος ήξερε το τρόπο να τη πολεμήσει. Και οι άλλοι του απαντούσαν ότι τόσοι νέοι με ευγενικοί καταγωγή δεν τα κατάφεραν, και θα τα καταφέρει αυτός, ένας φτωχός, ένα τίποτα;
Αλλά ο νέος είχε πείσμα, και πίστη στον εαυτό του. Και δεν τον ένοιαζε που οι άλλοι πίστευαν ότι δεν άξιζε. Ήξερε ο ίδιος την αξία του, και ήθελε να την αποδείξει.
Έτσι ένα πρωί, που ο ήλιος κόντευε να βγει, πήγε στη πηγή, που την τριγύριζαν τα λουλούδια, και μάζεψε τη πρωινή δροσιά τους. Με αυτή έπλυνε τα βέλη του, το σπαθί και το μαχαίρι του και όταν ο ήλιος βγήκε, τα άφησε να στεγνώσουν στη ζωογόνα ακτίδα του.
Πήρε το άλογό του και πήγε όχι προς τη στροφή που εξαφανίστηκε η κοπέλα, αλλά προς τη περιοχή που έλεγαν ότι ανήκε στην εξουσία της μάγισσας. Πριν φτάσει στο σημείο, κατέβηκε και σκέπασε το σώμα του και το κεφάλι του με μια κάπα καφέ και σύρθηκε στην πλαγιά.
Σύρθηκε σιγά σιγά ανάμεσα στις πέτρες και ανεβαίνοντας το απότομο βουνό ξαφνικά κάτι του φάνηκε παράξενο. Ανάμεσα στις πέτρες, φύτρωναν κάποια δένδρα παράξενα, με άγρια κλαδιά, και με παράξενες θεόρατες ρίζες, σε περίεργα σχήματα. Από αυτά κρατιόταν για να ανέβει, κι από κάποιους βράχους που προεξείχαν. Ξαφνικά ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά, διαπίστωσε ότι αυτές που νόμιζε για παράξενες ρίζες, ήταν κουλουριασμένα σώματα ανθρώπινα. Παρατήρησε πιο κοντά και τότε είδε νέους ακίνητους και παγιδευμένους, σαν να είχαν πετρώσει. Εδώ λοιπόν, είχαν εξαφανιστεί όλοι αυτοί που έψαχναν. Αυτό τον φόβισε λίγο, αλλά δεν τον απογοήτευσε.
Συνέχισε και ανέβηκε. Είδε και άλλα πέτρινα κορμιά εδώ και εκεί. Ξαφνικά άκουσε το κράξιμο ενός όρνεου από ψηλά να έρχεται προς το μέρος του. Σκεπάστηκε καλά με την κάπα του και έμεινε ακίνητος. ΄Εμεινε εκεί μέχρι που βράδιασε και τότε μόνο, άρχισε να περπατάει με προσοχή προς τα πάνω. 
'Όταν ξημέρωσε κάθισε κάτω από την κάπα, αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα να βλέπει και μόλις είδε το φοβερό αυτό πουλί να εμφανίζεται ξανά, σημάδεψε με το τόξο του και του έριξε. Το βέλος πέτυχε το πουλί κοντά στην καρδιά, αλλά δεν το έριξε κάτω. Αυτό άρχισε να πετάει δώθε- κείθε, στάζοντας αίμα παντού απ' όπου περνούσε.
Ο νέος βρήκε την ευκαιρία, να φτάσει στη κορφή. Παρουσιάστηκε μπροστά του ένα πλάτωμα, και στο βάθος η είσοδος μιας σπηλιάς. Μέσα στη σπηλιά υπήρχε ένα γυάλινο κλουβί και μέσα κλεισμένη η βασιλοπούλα. Πιο πέρα πεσμένη στο έδαφος, βλέπει μια κακάσχημη γριά, ματωμένη. Κατάλαβε ότι μπροστά του δεν είχε άλλη, από τη μάγισσα . Την πλησιάζει και της λέει:
-Γιατί τόσες ψυχές; Γιατί τόσο μίσος; Τι σου έκαναν όλοι αυτοί και τους έκανες κακό;
Η μάγισσα τότε του είπε με κακία:
- Δεν πρόκειται ποτέ να την βγάλετε από εκεί μέσα. Θα πεθάνω και θα μείνει εκεί να αργοπεθαίνει και σεις θα την κοιτάτε. Παρότι τραυματισμένη ένα απαίσιο γέλιο βγήκε από το λαρύγγι της.
-Πες μου, του λέει, τι είναι αυτό που με χτύπησε και με κάνει να νοιώθω ότι δεν μπορώ να κουνηθώ; ΄Ο,τι ξόρκι και να δοκίμασα δεν έπιασε. Τίποτα από όσα ξέρω δεν πιάνουν. Τι δηλητήριο είναι αυτό που δεν μπορώ να το εξαφανίσω;
Και ο νέος της λέει:
-Είναι υγρό από την δροσιά των λουλουδιών το πρωινό μόλις βγαίνει ο ήλιος, είναι ζωή κι αγάπη, που δίνει χαρά στους καλόκαρδους ανθρώπους και νερό από το νερό της πηγής της ξακουστής σε όλο το βασίλειο.
Σαν τα άκουσε αυτά η μάγισσα, του έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος.
Ο νέος στο μεταξύ που προσπαθούσε απεγνωσμένα να σπάσει το γυαλί της φυλακής της βασιλοπούλας, και δεν είχε καταφέρει τίποτα, είχε αρχίσει να απελπίζεται.
Κοιτούσε με τόση λύπη την κοπέλα, που του άπλωνε τα χέρια και ζητούσε τη βοήθεια του.
Η καρδιά του πόνεσε στη θωριά της, και μέσα στην απελπισία του, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του.
Άκουσε φασαρία, έτρεξε στην είσοδο της σπηλιάς, και είδε κόσμο να ανεβαίνει. Ήταν τα μαρμαρωμένα  παλληκάρια που οι σταγόνες από το αίμα της μάγισσας, έπεσαν πάνω τους, κι αυτό έλυσε τα μάγια και γίνανε κανονικοί. Κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν χαμένοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Τότε ο νέος κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Πήγε κοντά στη μάγισσα, βγάζοντας το ξίφος του και τη τρύπησε στη καρδιά. Με ένα βογκητό εκείνη, άφησε τη τελευταία καταραμένη πνοή της, και το κορμί της έγινε στάχτη στη στιγμή. Και ξαφνικά ακούστηκε ένα κρακ και μετά άλλο και άλλο. ΄Ολο το γυάλινο κλουβί ράγισε και τελικά έγινε θρύψαλα. Τα πάντα άρχισαν να καταρρέουν κι ο νέος άρπαξε τη πριγκιποπούλα και έτρεξε γρήγορα να κατέβει από το βουνό, παρακινώντας και τους άλλους.
΄Οταν κατέβηκαν κάτω, στα ριζά του βουνού, απομακρύνθηκαν όσο πιο μακριά μπορούσαν.
Σταμάτησαν και κοίταξαν πίσω τους. Τίποτα δεν μπορούσαν να δουν από τη σκόνη. Ξαφνικά είδαν κόσμο που ερχόταν από μακριά και όλο πλησίαζε. Πέρασε κάμποση ώρα, και όταν έφθασαν οι πρώτοι, μια φωνή έβγαλε η πριγκιποπούλα.
-Πατέρα....
Πράγματι οι νεοφερμένοι, με το βασιλιά πρώτο-πρώτο, είχαν πλησιάσει κοντά τους.
Ο βασιλιάς με δάκρυα στα μάτια, αγκάλιασε τη κόρη του, που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ποτέ δε θα έβλεπε ξανά.
Περιττό να σας πω το τι έγινε. Γέλια, αγκαλιές, φιλιά. ΄Ολοι έκλαιγαν από ευτυχία και γνωστοί και άγνωστοι αγκαλιάζονταν με αγάπη.
Όταν καταλάγιασε η σκόνη, ο ήλιος έριξε το φως του, σε μια υπέροχη κοιλάδα, με όλων των ειδών τα λουλούδια και τα δέντρα, και τα πουλιά άρχισαν σιγά-σιγά να επιστρέφουν σε αυτήν, για να την ομορφύνουν ακόμα πιο πολύ με το τραγούδι τους.
Μια βδομάδα γινόταν γλέντι στο βασίλειο, τέτοιο που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Ο γιος του μυλωνά, έγινε ήρωας, και πήρε γυναίκα του την ΄Αρτεμι και το μισό βασίλειο. Η άλλη κόρη , η Μυρτώ μέσα στον εορτασμό, γνωρίστηκε με ένα αρχοντόπουλο, ωραίο και καλό, αγαπήθηκαν και ζήτησαν από τον βασιλιά να τους αρραβωνιάσει.
΄Ετσι η χαρά ήταν διπλή και τριπλή και όλοι γλέντησαν, χόρεψαν, έφαγαν, ήπιαν, αποφασισμένοι να ξεχάσουν τις μαύρες σελίδες της ζωής τους.
Η αγάπη και η χαρά απλώθηκε πάλι στο βασίλειο των καλών ανθρώπων και το κακό βρήκε αυτή την τιμωρία που του άξιζε. Και όλοι παραδέχθηκαν ότι δεν βρίσκεται η αξία μόνο εκεί, που υπάρχουν πλούτη και αξιώματα. Αλλά εκεί που υπάρχει καλοσύνη, τιμιότητα και αγάπη.
Εκεί που υπάρχει θάρρος και περηφάνια.

[Ένα παραμύθι που έλεγε η αδελφή μου στο ανηψάκι μου.]

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Οι γιοι του μαχαραγιά!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, σε ένα βασίλειο   χτισμένο μέσα στο πράσινο, δίπλα σε ένα ποτάμι, ζούσε ένας μαχαραγιάς με τη γυναίκα του, που κυβερνούσε με σύνεση και αγάπη το λαό του. Μα ο καημός του ήταν μεγάλος. Γιατί όση ηρεμία είχε στο βασίλειο  του, τόση δεν είχε μέσα στο ίδιο το παλάτι του. Είχε τρεις γιους, πηγή των  βασάνων του, και του καημού του.
Οι τρεις του γιοι, είχαν μεγαλώσει πια, αλλά ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε κάτι.
Τσακώνονταν για όλα. Έρχονταν στα χέρια, με τη πιο ασήμαντη αιτία, καταλήγοντας  πάντα να μαλώνουν , για το ποιος ήταν ο καλύτερος.
Ο πρώτος, ήταν άριστος στο τόξο, αλλά και στο τσακωμό. Και στο πείσμα και τη ξεροκεφαλιά και την ισχυρογνωμοσύνη. Ο δεύτερος ήταν άριστος στο σπαθί, και σε όλα τα υπόλοιπα, όπως και ο αδελφός του. Ο τρίτος, ήταν άριστος στο χειρισμό του κονταριού, και του μαχαιριού, και δεν υστερούσε σε τίποτα από τους δύο προηγούμενους, όσον αφορά τα υπόλοιπα.
Σε ένα πράγμα συμφωνούσαν και οι τρεις, ότι είχαν διαφορές και έπρεπε να τις λύσουν με το καβγά.
Απελπισία ένοιωθε ο μαχαραγιάς για τους διαδόχους του, και η δόλια η βασίλισσα δεν ήξερε πώς να τον παρηγορήσει για την αμυαλιά, το πείσμα και τη κακή συμπεριφορά των γιων της.
Οι τρεις πρίγκιπες ήταν διάσημοι πια σε όλο το βασίλειο, για την άσχημη συμπεριφορά τους, αφού δεν συγκρατούσαν τα νεύρα τους, και τσακώνονταν, τόσο  μπροστά στους γονείς τους, όσο και μέσα στους δρόμους. Αντί να προκαλούν σεβασμό, προκαλούσαν τα γέλια των υπηκόων τους.
Έτσι απηυδισμένος  ο μαχαραγιάς, τους κάλεσε ένα πρωί μπροστά του, και τους είπε:
-Μεγάλωσα πια, και ήρθε η ώρα να ορίσω το διάδοχο μου. 
Εκείνοι σαν τον άκουσαν, βάλθηκαν να μιλάνε όλοι μαζί, στη προσπάθεια να τον πείσουν ο καθένας για τον εαυτό του, για την υπεροχή του έναντι των άλλων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει νέος καβγάς, κάνοντας τον πατέρα να βάλει τις φωνές εξαγριωμένος.
-Θα φύγετε και οι τρεις από το βασίλειο. Και θα γυρίσετε σε ένα χρόνο, τότε μόνον όταν, ο καθένας θα έχει αποκτήσει κάτι,  που κατά τη γνώμη του, να αξίζει πιο πολύ. Μόνο έτσι θα καταλάβω ότι ωριμάσατε  και τότε θα αποφασίσω.
Τα τρία αδέλφια, ανέβηκαν στα άλογα τους, παίρνοντας μαζί τους χρήματα, νερό και τροφή, και έφυγαν. Σταμάτησαν να καλπάζουν στο τέλος του βασιλείου, εκεί που ανοιγόταν μπροστά τους η απέραντη πετρώδης ερημιά. Υπήρχε ένας σταθμός εκεί, ένα κτίσμα για να ξεκουράζεται ο ταξιδιώτης, που ερχόταν κουρασμένος από το μεγάλο ταξίδι. Εκεί συμφώνησαν για πρώτη φορά στη ζωή τους,  να πάρουν διαφορετική κατεύθυνση, και να γυρίσουν σε αυτό το σημείο ξανά κι οι τρεις. Όποιος ερχόταν πρώτος θα περίμενε τους άλλους.
Έτσι θα πήγαιναν και οι τρεις πίσω, και θα ήταν σίγουροι, ότι ο πατέρας θα ήταν αμερόληπτος απέναντι τους.
Ο πρώτος πήγε αριστερά, ο δεύτερος δεξιά, και ο τρίτος ακριβώς ευθεία. 
Και ξεκίνησαν με ενθουσιασμό και ορμή. 
Ταξίδευαν καιρό, ώσπου ο πρώτος αυτός που είχε πάει αριστερά, έφτασε σε μια πόλη. Άρχισε να τη τριγυρίζει, να παρακολουθεί συζητήσεις, περιμένοντας την ευκαιρία που θα τον οδηγούσε σε αυτό που έψαχνε.
Ένα βράδυ, σε ένα μαγαζί από αυτά που πάνε για να φάνε και να πιουν, υπήρχε και μια παρέα, που στη κεφαλή του τραπεζιού καθόταν κάποιος, που όλοι φαίνονταν να τον σέβονται και να τον φοβούνται. 
Πιάνοντας φιλίες με έναν από τους υπηρέτες του, έμαθε ότι ήταν ένας πανίσχυρος μάγος, που είχε στη κατοχή του ένα θησαυρό. Ένα κιάλι, που όταν σκεφτόσουν αυτό που ήθελες να δεις, και το έβαζες στο μάτι σου, αυτό σου πραγματοποιούσε την επιθυμία, σε όποιο μέρος της γης και αν ήταν. Ο πρίγκιπας, ενθουσιάστηκε και αποφάσισε να το αποκτήσει. 
Σηκώθηκε, πλησίασε το μάγο, και συστήθηκε. Και αμέσως του έκανε τη πρόταση, να αγοράσει το κιάλι.
Ο μάγος του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του.
Εκεί, κάθισε σε ένα κάθισμα σαν θρόνο, και του είπε. 
-Δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά η πρόκληση.
Θα μου άρεσε να δω, αν ένας γιος μαχαραγιά, είναι ικανός, για να αξίζει τέτοιο απόκτημα. Σου ζητώ να παλέψεις με ένα δούλο μου, κι αν τον νικήσεις, τότε εγώ θα σου το δώσω, χωρίς αντάλλαγμα. Αν χάσεις, θα χάσεις και τη ζωή σου.
Ο πρίγκιπας σίγουρος για τον εαυτό του, δέχθηκε, έβγαλε το κοντάρι του, και περίμενε. Σε λίγο, εμφανίστηκε από το πουθενά, ένας μυώδης άνδρας, που άρχισε να του επιτίθεται. Ο πρίγκιπας απέκρουε με δεξιοτεχνία τα χτυπήματα, και μάλιστα κατάφερε κάποια στιγμή, ένα μοιραίο χτύπημα, που άφησε τον άνδρα νεκρό. Εκεί όμως που ήταν έτοιμος, να γυρίσει για να πάρει την αμοιβή του, ο νεκρός ζωντάνεψε, και η μάχη ξανάρχισε.Κι αυτό γινόταν συνεχώς... Κουρασμένο σε λίγο το παλικάρι, κατάλαβε ότι στη πραγματικότητα πολεμούσε με τη μαγεία του μάγου και μόνο με πονηριά κι από τη δική του μεριά, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, το πρόβλημα. Βγάζει το μαχαίρι του, και ξαφνικά κάνει στροφή, και το εκσφενδονίζει κατευθείαν στη καρδιά του μάγου. Φλόγα... πετάχτηκε... από το κορμί του μάγου, που έγινε.. γεράκι.. και χάθηκε ψηλά. 
Ο πρίγκιπας, πήρε το κιάλι, και έφυγε τρέχοντας, ξεκινώντας αμέσως το ταξίδι της επιστροφής του.
Ο δεύτερος γιος, που πήγε δεξιά, έφτασε σε πελώριους βράχους, και σε μια πολιτεία που ήταν χτισμένη μέσα τους. Μπαίνοντας στη πόλη, τριγύριζε κι αυτός ψάχνοντας τη δική του ευκαιρία.
Μια μέρα μιλώντας με έναν έμπορο χαλιών, του είπε: 
-Πληρώνω, όσο- όσο, για κάτι που θα αξίζει.
Χρήματα έχω.
-Υπάρχει κάτι άρχοντα μου, που είναι όμως πανάκριβο. Ένα χαλί ιπτάμενο, που σε πάει σαν τον άνεμο, όπου το προστάξεις.
-Το θέλω, πού το έχεις; Αν λες αλήθεια, το αγοράζω.
Πήγαν πράγματι, στο μαγαζί του εμπόρου, και του έδειξε ένα χαλί παλιό, και μεγάλο, τυλιγμένο ρολό. Μα όταν το ξετύλιξε, αυτό στάθηκε πάνω από το έδαφος, περιμένοντας προσταγή για να πετάξει. 
Μαγεύτηκε ο πρίγκιπας..., μα πριν προλάβει να μιλήσει.., πίσω από κάποιες στοίβες χαλιών, βγήκαν τέσσερις άντρες και τον πλησίασαν απειλητικά.
-Το χαλί δε θα το πάρεις, νεαρέ, αντίθετα, θα μας δώσεις όλο το χρήμα που κουβαλάς. 
Ο πρίγκιπας κατάλαβε, ότι το χαλί ήταν το δόλωμα, για να παρασύρουν πλούσιους ταξιδιώτες και να τους ληστεύουν. Τράβηξε γρήγορα το σπαθί του, και άρχισε να τους πολεμάει και τους τέσσερις, και τον έμπορα πέμπτο. Δεξιοτέχνης όπως ήταν, δύσκολα τον κουμαντάριζαν, οπότε,.. σε κάποια στιγμή.., βουτάει το χαλί που το είχε ξανατυλίξει ο έμπορος..., και ορμάει έξω από τη πόρτα.
Με μια κίνηση,.. το ανοίγει στο δρόμο,.. ενώ συγχρόνως πολεμούσε με το σπαθί του, όποιον τον πλησίαζε!... Πηδάει πάνω στο χαλί.. και φωνάζει: ''Χαλί πέτα!!! Πήγαινε με έξω από τη πόλη.''
Μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί,.. και το χαλί τον περνούσε από τους δρόμους, σαν σίφουνας, και πάνω από τους ανθρώπους, χωρίς να τον προλαβαίνουν πια οι διώκτες του. Μέχρι που βγήκαν από τη πόλη, και το χαλί, ελάττωσε ταχύτητα. Τότε ο πρίγκιπας το πρόσταξε να πάει στο σημείο που θα συναντούσε τα αδέλφια του, πετώντας ήρεμα πια.
Ο τρίτος γιος, που είχε πάει ευθεία, έφτασε σε ένα μεγάλο ναό, σαν φρούριο.
Μπήκε με σεβασμό μέσα, και ζήτησε να μιλήσει με τον αρχιερέα. 
Όλοι οι ιερείς μαζεύτηκαν και ο ιερέας τον ρώτησε τι επιθυμούσε.
-Ψάχνω κάτι, που να αξίζει περισσότερο από όλα.
-Πώς είσαι σίγουρος ότι αυτό που ψάχνεις, βρίσκεται εδώ;
-Έμαθα από κάποιους ταξιδιώτες, ότι έχετε ένα μήλο, που γιατρεύει όλες τις ασθένειες. Και ότι άμα φυτέψεις τους σπόρους του, κάνει ένα μήλο κάθε επτά χρόνια. Ήρθα να σας δώσω όσα χρήματα θέλετε, για να το αποκτήσω. 
-Αυτό το μήλο, μόνο κάποιος συνετός, και σίγουρος για τον εαυτό του, μπορεί να το αποκτήσει.
-Εγώ είμαι αυτός, απάντησε αμέσως ο νέος.
-Τι ικανότητα έχεις;
-Είμαι άριστος στο τόξο. Πετυχαίνω στόχο από όποια απόσταση θες, και με κλειστά μάτια.
-Πολύ καλά. Αυτό θα το δούμε.
Δίνει εντολή σε κάποιον ιερέα, και φέρνουν το μήλο. Το δείχνει στο πρίγκιπα, και του λέει:
-Θα τοποθετήσουμε κάπου, ένα κανονικό μήλο, κι εσύ θα πρέπει να το πετύχεις από απόσταση, με το τόξο σου,.. με κλειστά μάτια. Αν το πετύχεις στοχεύοντας με σιγουριά, τότε ο θησαυρός είναι δικός σου. Αν όχι, τότε δε θα πάρεις τίποτα....
-Σύμφωνοι!...
Ένα παιδί μπήκε τότε στην αίθουσα, και στάθηκε σε απόσταση απέναντι του. Ένα μήλο τοποθετήθηκε στο κεφάλι του. Και ένας ιερέας, έφερε ένα μαντήλι, για να του δέσει τα μάτια.
Με έτοιμο το τόξο, ο πρίγκιπας, τα έχασε...
-Δεν είπατε ότι το μήλο θα το στηρίξετε, στο κεφάλι του παιδιού, είπε κομπιάζοντας.
-Δεν ρώτησες!!
-Μα δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
-Τότε φύγε!
Αρνούμενος να φύγει ο πρίγκιπας, με δεμένα πλέον μάτια, προσπάθησε... να ξεχάσει την αγωνία στο πρόσωπο του αγοριού,... και ετοιμάστηκε να στοχεύσει. Όμως,.. ιδρώτας άρχισε να κυλά στο πρόσωπο του. Για πρώτη φορά η σιγουριά του, είχε δεχτεί πλήγμα, και η αμφιβολία τρύπωσε στη καρδιά του. Τι θα έκανε,... αν πετύχαινε παρόλη τη δεξιοτεχνία του το παιδί;... Πώς θα το άντεχε;;...
Δεν μπορούσε να σκεφτεί καν,... ότι μπορούσε να σκοτώσει αυτό το αθώο πλάσμα.....
Μετά από λίγη ώρα,... έβγαλε το μαντήλι,... και με σκυμμένο το κεφάλι, παραδέχθηκε, ότι δεν άξιζε να πάρει το μήλο, ενώ υπήρχε πιθανότης να σκοτωθεί ένα παιδί.
Η σιγουριά του ήταν ακλόνητη, όσο πίστευε ότι ο στόχος θα ήταν τοποθετημένος πάνω σε κάτι άψυχο. Τελικά, επέλεξε να μη πάρει το θησαυρό, παρά να έχει το αίμα του παιδιού στα χέρια του.
- Έδειξες σύνεση, και μετριοφροσύνη. Η αλαζονεία που είχες στην αρχή, υποχώρησε στη συνέχεια. Χαίρομαι γι΄ αυτό, κι επειδή θεωρώ, ότι η επιλογή σου, φανέρωσε τα καλά στοιχεία που έχεις μέσα σου...., το μήλο είναι δικό σου.
Χαρούμενος και ο τρίτος νέος, ευχαρίστησε και ξεκίνησε για το ταξίδι του γυρισμού.
Σχεδόν συγχρόνως έφτασαν και οι τρεις, στο ραντεβού τους, και σχεδόν συγχρόνως άρχισαν να μιλάνε και να καμαρώνουν για τα ευρήματα τους.  Και όταν ο πρώτος, πήγε να τους δείξει το κιάλι, ζήτησε να τους δείξει το πατέρα τους, για να δουν τα αδέλφια του το θησαυρό του.
Με το κιάλι όμως είδε, ότι στον ένα χρόνο που έλειπαν, ο πατέρας ήταν στο κρεβάτι, άρρωστος.
Έντρομος, το έδειξε στα αδέλφια του, και τους είπε:
-Πρέπει γρήγορα να γυρίσουμε πίσω. Μα με τα άλογα θα αργήσουμε
-Μη νοιάζεστε και έχω τη λύση. Λέει ο δεύτερος, και ξετυλίγει το χαλί.
Χωρίς αντίρρηση καμία, και χωρίς να συζητήσουν, ανεβαίνουν και οι τρεις στο χαλί, και ξεκινούν με προορισμό το βασίλειο.
Σε όλη τη διαδρομή, κάθονταν κρατώντας ο ένας τον άλλο από τους ώμους, με αγωνία... για το αν θα έφταναν έγκαιρα.
Μόλις έφτασαν,... έτρεξαν στο παλάτι,... κατευθείαν στο δωμάτιο του μαχαραγιά,... και ο τρίτος χωρίς δεύτερη κουβέντα, έδωσε στο πατέρα του το μήλο, ζητώντας του να το φάει.
Ο πατέρας το έφαγε, ανήμπορος να φέρει αντίρρηση,... και σε πολύ λίγη ώρα... άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, και να ξανανοιώθει πάλι ζωντανός και γερός. Ήταν χαρούμενος που έβλεπε τους τρεις γιους του. Κι εκείνοι είπαν στους γονείς τους τα πάντα. Χωρίς να καβγαδίζουν για το ποιος θα αρχίσει. Ο ένας είπε, για ότι, γνώρισε αυτό το χρόνο, και για το κιάλι,.. ο δεύτερος, είπε τις δικές του εμπειρίες και για το χαλί, και ο τρίτος,.. διηγήθηκε τη δική του ιστορία, μαζεύοντας τους σπόρους του μήλου, και φυτεύοντας τους σε ένα γλαστράκι .
Και ο πατέρας τους ρώτησε:
-Τι πιστεύετε ότι αξίζει πιο πολύ;
Κι εκείνοι αφού κοιτάχτηκαν,... είπαν με μια φωνή:
-Η σημαντικότερη στιγμή πατέρα, ήταν όταν είδαμε ότι ήσουν άρρωστος, και μπροστά στην αγάπη μας για σένα, για πρώτη φορά δε διαφωνήσαμε σε κάτι, και για πρώτη φορά διαπιστώσαμε πόσο πιο ωραίο είναι όταν ενεργείς από κοινού, με τα αγαπημένα σου πρόσωπα, και όταν ενδιαφέρεσαι για τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό σου.
Μπορείς να ορίσεις όποιον θες διάδοχο. Και οι τρεις θα δουλεύουμε μαζί αγαπημένοι,  για το λαό μας, με σεβασμό  και ομόνοια. 
Και τότε ο πατέρας κατάλαβε,... ότι οι γιοι του είχαν πραγματικά ωριμάσει και είχαν γίνει αληθινοί άντρες, με αξία και σύνεση.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...