Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Το δοξάρι, το ελάφι, και το πουλί που μιλούσε!!!!

Ένας πλούσιος Αζτέκος έμπορος, είχε τρεις γιους. Σαν κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα του για να πεθάνει, φώναξε τους τρεις γιους του, και τους είπε:
-Γιοι μου αγαπημένοι,... η ζωή μου σώνεται... Προτού πεθάνω,.. θέλω να σας θυμίσω, ότι όλη μου τη ζωή, αγωνίστηκα για να είμαι πιστός στις φιλίες μου,.. τίμιος στις δουλειές μου, ..υπεύθυνος, και παλικάρι στο πόλεμο. Αν κάνετε κι εσείς το ίδιο,... θα είστε πάντα αγαπητοί, κι ευτυχισμένοι. Αυτή είναι και η μοναδική πατρική συμβουλή που σας δίνω... Αλλά θα σας αφήσω και τρεις μοναδικούς θησαυρούς,.. που θα σας βοηθήσουν πιο πολύ από τα χρήματα. Ένα δοξάρι, που καμία σαΐτα του δε λαθεύει το στόχο,.. ένα ταχύτατο ελάφι, που μπορεί να πάει σαν τον άνεμο τον αφέντη του όπου θέλει,... και ένα πουλί που μιλάει, και που λέει στον αφέντη του όσα μαθαίνει. 
Ύστερα ο έμπορος, τους έδωσε την ευχή του, ..και ξεψύχησε.
Μετά το θάνατο του πατέρα, ο πρώτος γιος είπε:
-Εγώ είμαι πρωτότοκος, γι' αυτό και θα διαλέξω πρώτος. Διαλέγω το δοξάρι.
-Εγώ είμαι ο δεύτερος σε σειρά, γι' αυτό θα διαλέξω τώρα εγώ. Από το πουλί και το ελάφι, προτιμώ το ελάφι. 
Έτσι ο τρίτος, πήρε το πουλί που μιλάει, και σκέφτηκε:
''Δε βλέπω να μου χρησιμεύει και πολύ, αλλά θα το φροντίζω, γιατί είναι η κληρονομιά του πατέρα μου''.
Μετά τη μοιρασιά, τα τρία αδέλφια χώρισαν, για να φτιάξει ο καθένας τη ζωή του.
Ο πρώτος, έγινε ξακουστός κυνηγός και έκανε μεγάλη περιουσία.
Ο δεύτερος, έγινε ξακουστός μαντατοφόρος κι έκανε μεγαλύτερη περιουσία από τον πρώτο.
Μεγάλη χαρά ένοιωθαν και οι δύο, για τις περιουσίες τους και τη φήμη τους.
Και ήταν σίγουροι, ότι ο μικρός θα ήταν ένας αποτυχημένος. Μα αυτό που έμαθαν, τους έκανε να ''σκάσουν'' από τη ζήλια τους.
Ο μικρότερος έγινε πρώτος συμβουλάτορας του βασιλιά. Είχε δόξα, χρήματα, τιμές, και ζούσε στο παλάτι. Είχε δύναμη, χάρις στο πουλί που μιλούσε.
Εκείνος έστελνε συχνά το πουλί, να δει τι κάνουν τα αδέλφια του γιατί του έλειπαν πραγματικά.
Και χάρηκε για τη καλή ζωή, που είχαν αποκτήσει.
Τα δύο αδέλφια όμως, συναντήθηκαν για να σχεδιάσουν πώς να βγάλουν από τη μέση τον αδελφό τους και να του αρπάξουν το πουλί, ώστε να γίνουν αυτοί συμβουλάτορες. Τα σχέδια τους, τα άκουσε το πουλί, που καθόταν σε ένα κλαρί κοντά τους. Κι όταν επέστρεψε για να πει στον αφέντη τους τα νέα των αδελφών του, του φανέρωσε τα βρώμικα σχέδια τους.
Ο μικρός αδελφός, έβαλε τα κλάματα. Όχι γιατί φοβήθηκε τα αδέλφια του. Αλλά γιατί σκέφτηκε το πατέρα τους.
-Δε φοβάμαι τα αδέλφια μου, μα σκέφτομαι ότι θα ''τρίζουν'' τα κόκαλα του πατέρα μου στο τάφο του, σαν δει το άσχημο φέρσιμο τους. Δεν το πιστεύω ότι είναι τόσο κακοί. Θα δούμε τι θα γίνει.....
Την άλλη μέρα, προς το μεσημέρι, τα δύο αδέλφια είχαν φτάσει στο παλάτι. Ο μικρός αδελφός έκανε ότι ξαφνιάστηκε ευχάριστα, όταν έμαθε ότι τα είχαν καταφέρει στη ζωή τους, τους παρουσίασε στο βασιλιά, και τους περιποιήθηκε όπως κανέναν άλλον. Και για να ξεκουραστούν από το ταξίδι, είχε δώσει εντολή να ετοιμάσουν τα καλύτερα δωμάτια για τα αδέλφια του.
Εκείνοι πραγματικά κουρασμένοι, έπεσαν νωρίς για ύπνο.
Ο μικρότερος όμως, έκατσε να μάθει τα νέα της ημέρας από το πουλί που μιλούσε.
-Ο βασιλιάς του γειτονικού βασιλείου, έχει ετοιμάσει στρατό κρυφά, μεγάλο σε αριθμό, για να μας επιτεθεί στις έξι το πρωί και να καταλάβει το βασίλειο μας. Θα μας επιτεθούν συγχρόνως σε αυτά τα δύο σημεία. 
Ο συμβουλάτορας έτρεξε αμέσως,  και ανακοίνωσε τα νέα στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς άρχισε να βηματίζει απελπισμένος.
-Δυστυχία μας!!!!... αναφώνησε. Τι θα κάνουμε, που οι καλύτεροι μας αξιωματικοί λείπουν και άφησα ελεύθερους του στρατιώτες να πάνε στις οικογένειες τους. Δεν προλαβαίνουμε ούτε να τους ειδοποιήσουμε.
-Μεγαλειότατε, βασιστείτε επάνω μου...είπε ο μικρός αδελφός, έπειτα από γρήγορη σκέψη.  Εγώ θα δώσω τη λύση. Μα σαν ανταμοιβή θέλω να κάνετε άρχοντες τα αδέλφια μου.
Ο βασιλιάς το υποσχέθηκε, μα δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι τρεις άνθρωποι θα έσωζαν το βασίλειο.
Ο πρώτος συμβουλάτορας, πήγε και ξύπνησε τα αδέλφια του, λέγοντας τους, πώς είχε η κατάσταση.
Τα δύο αδέλφια στη στιγμή ξέχασαν και τους λόγους που τους είχαν φέρει εκεί, και άκουσαν με προσοχή τον αδελφό τους, που τους είπε για τον κίνδυνο που απειλούσε τη χώρα.
Δεν τους έκανε όμως καμία κουβέντα για την ανταμοιβή που ζήτησε από το βασιλιά.
-Εσύ είπε στον δεύτερο, θα μας πας με το ελάφι σου, στο στρατόπεδο του εχθρού. Αποκλείεται να προχωρούν τόσο γρήγορα όσο το ελάφι σου. Στη συνέχεια το πουλί που μιλάει, θα μας πει 
ότι θέλουμε να μάθουμε, κι έπειτα θα ενεργήσεις  εσύ με το δοξάρι σου, ...είπε στον πρώτο.
Ο πατέρας μας, μας  άφησε ένα ένδοξο όνομα. Όποιος το ακούει, λέει να, αυτοί είναι οι γιοι, του πιο τίμιου, καλόψυχου και γενναίου πολέμαρχου, που υπήρξε ποτέ. Ας το τιμήσουμε!!!
Τα δύο αδέλφια ετοιμάστηκαν στη στιγμή. Και καβάλα κι οι τρεις στο ελάφι, έφτασαν τα εχθρικά στρατεύματα. Αμέσως το πουλί που μιλάει, πέταξε προς αυτά, και επέστρεψε, λέγοντας τους πού βρισκόταν ο γείτονας βασιλιάς. Στη στιγμή, ο πρωτότοκος έριξε μια σαΐτα προς τα εκεί, και πέτυχε το βασιλιά κατάστηθα. Ο εχθρικός στρατός έπαθε πανικό. Νόμισαν ότι κάποιος τους έκανε μάγια και οι μισοί γύρισαν τα άλογα τους και το έβαλαν στα πόδια. 
Μα ξαφνικά ένας αξιωματικός, τους φώναξε:
-Μη φεύγετε,...ελάτε να βρούμε ποιος σκότωσε το βασιλιά μας και να πάρουμε εκδίκηση. 
Μα πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του και να ξεκινήσει με τους στρατιώτες την επίθεση, μια δεύτερη σαΐτα, ''έσκισε'' τον αέρα, και τον έριξε κάτω και αυτόν, νεκρό. 

Αυτή ήταν η χαριστική βολή. Άλλοι έτρεχαν πανικόβλητοι πεζοί,.. άλλοι καβάλα στα άλογα,.. αλλά όλοι σίγουροι, ότι το γειτονικό βασίλειο, το προστάτευαν μαγικές δυνάμεις.
Τα τρία αδέλφια γύρισαν στο παλάτι, με το πτώμα του βασιλιά και του αξιωματικού, πάνω σε ένα άλογο. Και ο λαός και ο  βασιλιάς έμαθαν σαν αστραπή τα νέα, πριν φτάσουν ακόμα. Όλοι τους τίμησαν και τους ζητωκραύγασαν. Και στο τέλος, τους απονεμήθηκαν τίτλοι αρχόντων.
Ο μικρός αδελφός, γύρισε στα δύο αδέλφια του και τους είπε:
- Τι χαρά είναι αυτή...., τώρα όλοι θα είμαστε άρχοντες και θα ζούμε μαζί. 
Τα δύο αδέλφια κοιτάχτηκαν με ντροπή, και κατέβασαν τα κεφάλια τους. Κατάλαβαν ότι κι οι τρεις μαζί, ήταν φοβερός συνδυασμός. Αισθάνονταν και υπέροχα που τίμησαν το πατέρα τους.
Μα πριν φανερώσουν στον μικρό τίποτα, εκείνος τους άνοιξε την αγκαλιά του. 
Κι εκείνοι τον αγκάλιασαν κλαίγοντας με δάκρυα  πραγματικής χαράς, και εξιλέωσης!!!



















Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Ο τυφλός ζητιάνος και ο κλέφτης!!!

Πριν από πολύ καιρό, ζούσε ένας τυφλός ζητιάνος, που πήγαινε από πανηγύρι σε πανηγύρι, και για δύο δεκάρες, διασκέδαζε το κόσμο με τα τραγούδια του. Και μάλιστα τα τραγούδια τα έφτιαχνε μόνος του εκείνη την ώρα, και ήταν επιτυχημένα με ωραίο σκοπό και στίχο. 
Με αυτό το τρόπο ζούσε, μια και ήταν εκ γενετής τυφλός, και δεν είχε και κανέναν να τον φροντίσει.
Με τα χρόνια, ο ζητιάνος μας κατάφερε να μαζέψει κάποια λεφτουδάκια, ίσα με εκατό λίρες, τα οποία αποφάσισε να τα κρύψει σε μέρος που μόνο εκείνος θα ήξερε, ώστε όταν του χρειάζονταν να μπορεί να τα ξαναπάρει πίσω. 
Η παράγκα που έμενε, το διάστημα που δεν γινόταν κανένα πανηγύρι, ήταν σε ένα μεγάλο λιβάδι, στην αρχή του δάσους.
Πολλές φορές ψηλάφιζε τα σημάδια που είχε βάλει για να βρίσκει εύκολα το δρόμο που οδηγούσε σπίτι του. Έναν μαγαζάτορα που διαλαλούσε καθημερινά τη πραμάτεια του, τη καμπάνα της εκκλησίας, κάποιο συντριβάνι ή κάποιο άγαλμα και διάφορα τέτοια.
Και τα δέντρα γύρω από το σπίτι του τα είχε σημαδέψει και αυτά, και τα γνώριζε ένα προς ένα.
Έτσι λοιπόν κάτω από ένα από αυτά τα δέντρα έσκαψε και φύλαξε τα χρήματα.
Για κακή του τύχη όμως, ένας αχόρταγος ζευγάς, ξεβοτάνιζε εκείνη τη στιγμή το διπλανό χωράφι.
-Τι να κάνει ο ζήτουλας κάτω από εκείνο το δέντρο;;.....αναρωτήθηκε....
Και σαν ξεμάκρυνε ο ζητιάνος, έτρεξε στο δέντρο και άρχισε να σκάβει. Γρήγορα βρήκε τις εκατό λίρες που ήταν θαμμένες και χωρίς κανένα δισταγμό τις πήρε κι έτρεξε στο σπίτι του.
Από εκείνη τη μέρα, με φανερή απληστία παρακολουθούσε πάντα το φτωχό, τυφλό ζητιάνο. 
Και ήρθε η μέρα που ο ζητιάνος μας, χρειάστηκε λίγα από τα χρήματα που είχε φυλάξει. Πήγε το βράδυ, έσκαψε στο σημείο που είχε σημαδέψει, και φυσικά δε βρήκε τίποτα.
Ο τυφλός τραγουδιστής κατάλαβε, ότι κάποιος θα τον είδε, την ώρα που έκρυβε τα χρήματα, και θα του τα έκλεψε.
Πικρά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του, και τον πήρε το παράπονο.
-Γιατί να κλέψουν εμένα, το τυφλό;;;....μονολόγησε...
Δεν μπορούσαν να μου αφήσουν τουλάχιστον λίγα, να μπορώ να τρώω τις δύσκολες μέρες;;;
Ποιος μπορεί να σκάρωσε τέτοιο παιχνίδι σε έναν δύστυχο σαν κι εμένα;;;
Ποιος δειλός, κακός και άπληστος θα έκλεβε από έναν ανήμπορο άνθρωπο;;;
Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα και αποφάσισε να την υλοποιήσει την άλλη μέρα κιόλας στο πανηγύρι.
-Αύριο που είναι Παρασκευή, στο πανηγύρι, θα σου πω ένα τραγουδάκι παλιοκλέφτη, που θα σε κάνει να μου γυρίσεις πίσω τα λεφτά μου.....
Την Παρασκευή πρωί - πρωί, πήγε και έπιασε τη γνωστή του θέση. Και άρχισε το τραγούδι, που αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικό:
-Λιρίτσες είχα εκατό και έθαψα στη γη
και τώρα άλλες εκατό θα βάλω πάλι εκεί.
Γι αυτό μεγάλη έχω χαρά γιατί με τόσο χρήμα
θα φάω φαγητά πολλά κι όλα θα είναι πρίμα


Αυτό τραγουδούσε συνέχεια, κάνοντας το χαρούμενο, και πέτυχε διάνα. Μέσα σε αυτούς που τον άκουσαν ήταν και ο άπληστος ζευγάς, που αμέσως σκέφτηκε:
-Κάποιος θα του έδωσε πάλι χρήματα. Πρέπει να τα αποκτήσω κι αυτά. Τι να τα κάνει τα λεφτά ο χαζο-τυφλός;; Του φτάνει η ζητιανιά του. Μπορεί να περάσει και με δεκαρούλες. 
Μα ξαφνικά .....σταμάτησε..
-Ωχ!!!!.... αν πάει να βάλει τις εκατό λίρες, εκεί που είχε κρύψει και τις άλλες, θα καταλάβει ότι κάποιος του πήρε τις λίρες και δε θα βάλει και τις άλλες.... Πρέπει να βιαστώ.... θα πάω και θα βάλω πίσω τις εκατό του λίρες, και τη νύχτα, θα πάω να πάρω και τις διακόσιες μαζί...
Γύρισε γρήγορα σπίτι του, πήρε τις εκατό λίρες και πήγε και τις ξαναέθαψε στο σημείο που τις είχε βρει.
Ύστερα έφυγε χαρούμενος και ικανοποιημένος από την εξυπνάδα του!!!
Αργότερα, ο τυφλός ζητιάνος, πήγε μέχρι το σημείο που είχε κρύψει τις λίρες και έσκαψε. Πράγματι βρήκε τις λίρες του στη θέση τους ξανά. Τις πήρε και τις έκρυψε στο κόρφο του, και προσποιήθηκε ότι ξαναθάβει κάτι. Έπειτα έφυγε και ξαναπήγε στη πόλη. 
Ο άπληστος ζευγάς , έτρεξε και άρχισε να σκάβει γρήγορα, περιμένοντας τη στιγμή που θα είχε τις διακόσιες λιρίτσες του ηλίθιου τυφλού, όπως έλεγε...
Μα όσο κι αν έσκαψε δε βρήκε τίποτα. Γρήγορα κατάλαβε ότι ο τυφλός τον είχε κοροϊδέψει!!!
Και κατάλαβε επίσης ότι τις λίρες δεν πρόκειται να τις ξανάβρισκε, γιατί ο τυφλός ζητιάνος, ήταν απλά τυφλός και φτωχός μα όχι ηλίθιος!! Κάπου αλλού θα τις είχε κρύψει πλέον, που δε θα τις έβρισκε κανείς.
Και ο ζητιάνος μας απέδειξε, ότι το ότι δεν έβλεπε, δεν σημαίνει ότι υστερούσε στο μυαλό. Αντίθετα είχε μυαλό και έβλεπε καλύτερα από μερικούς που είχαν την υγεία τους, αλλά δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν σωστά ούτε το μυαλό τους, ούτε να αξιοποιούν τις δυνατότητες τους.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Οι δύο γείτονες!!!

Εδώ και πολύ, πάρα πολύ καιρό, ήταν δύο γείτονες σε ένα χωριό.
Ο ένας ήταν ένας καλός και ανοιχτοχέρης άνθρωπος, με το χαμόγελο συνεχώς στα χείλια, και το όνομα του... Γελαστός.
Ο άλλος ήταν τσιγκούνης. Παραπάνω δε θα μπορούσε να είναι κάποιος. Και το όνομα του... Σπάγκος.
Μια μέρα κίνησαν και οι δύο μαζί για ένα ταξίδι, με προορισμό τη πλησιέστερη πολιτεία. Ήταν δύο με τρεις μέρες δρόμο.
Περπάτησαν...., περπάτησαν....., και σαν νύχτωσε, άναψαν φωτιά και κάθισαν να φάνε.
Ο τσιγκούνης τότε είπε:
-Για κοίτα τι έπαθα!!!! Δεν μπορώ να λύσω το μπογαλάκι όπου έβαλα τις πίτες για το δείπνο.
-Δεν πειράζει...., είπε ο Γελαστός......Θα φάμε τις δικές μου.
Έφαγαν τις πίτες του χουβαρδά κι έπεσαν να κοιμηθούν. Το πρωί ο Σπάγκος ξύπνησε πρώτος και σκέφτηκε:
''Χθες φάγαμε τις πίτες του γείτονα και σήμερα πρέπει να φάμε τις δικές μου. Γιατί όμως να τον τρέφω με τις πίτες μου;; Θα τον αφήσω και θα συνεχίσω μόνος, κι έτσι θα τις φάω εγώ.''
Μάζεψε αθόρυβα τα πράγματα του και έφυγε.
Σαν ξύπνησε ο Γελαστός, είδε πως ο συνταξιδιώτης του είχε φύγει. Συνέχισε λοιπόν μόνος χωρίς τροφή, κόβοντας δρόμο, μέσα από το  δάσος, μήπως και έβρισκε κανένα καρπό για να φάει. Το βράδυ έφτασε κουρασμένος και πεινασμένος μπροστά σε ένα σπιτάκι.
Χτύπησε,  μα δε του απάντησε κανείς. Δοκίμασε τη πόρτα και εκείνη άνοιξε. Μπήκε μέσα και είδε στο κέντρο του δωματίου ένα τραπέζι, που επάνω του υπήρχε ένα μεγάλο ψωμί. Έκοψε μια φέτα, την έφαγε με όρεξη μια και ήταν πολύ νόστιμη  και ύστερα βρήκε ένα πάγκο χώθηκε πίσω του και από κάτω για να μη κρυώνει και αποκοιμήθηκε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα μια Αλεπού, ένας Ποντικός και μια Αρκούδα.
Και ο θόρυβος που έκαναν ξύπνησε το κοιμισμένο Γελαστό. Μα δε πρόλαβε να φανερωθεί, γιατί άκουσε μια διαμάχη ανάμεσα στους τρεις.
Μίλησε ο Ποντικός με ανθρώπινη φωνή:
-Είμαστε τρεις μεγάλοι μάγοι, αλλά δεν είναι δυνατό να ζούμε μαζί, αν δεν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο. Και είναι προτιμότερο στις δουλειές μας την ημέρα, να ξέρουμε ότι είμαστε φίλοι και σύμμαχοι. Εγώ έχω ένα μυστικό, και θα σας το πω, για να κάνω την αρχή, στην εμπιστοσύνη που θα δείξουμε ο ένας στον άλλο. Στοιχηματίζω, ότι κανένας σας δεν έχει καταλάβει, ότι κρύβω ένα τσουβάλι με χρυσές λίρες πίσω από τη σόμπα. Όταν περνάω δίπλα τους τη νύχτα, τις ακούω που κουδουνίζουν.
Η Αλεπού είπε:
-Τότε θα σας πω και το δικό μου μυστικό. Στοιχηματίζω ότι κανένας σας δε ξέρει πως κάτω από το γέρικο δέντρο, πίσω από το σπίτι, είναι θαμμένο ένα κομμάτι ασήμι καθαρό, τόσο μεγάλο, όσο και το κεφάλι ενός κριαριού. Κάποιοι πάσχισαν να το βρουν αλλά δεν ήξεραν πού να ψάξουν.
Τέλος η Αρκούδα μίλησε και αυτή:
-Στοιχηματίζω ότι κανένας σας δε ξέρει, ότι στην αυλή του σπιτιού μπροστά από το πηγάδι, είναι θαμμένο ένα ολόχρυσο κεφάλι ενός μεγάλου αλόγου, γεμάτο πολύτιμα πετράδια. Κανείς δεν ήξερε πού να ψάξει.
Αφού εξομολογήθηκαν τα μυστικά τους, πήγαν στο τραπέζι, μοιράστηκαν το ψωμί, έφαγαν και πήγαν να κοιμηθούν.
Ο Ποντικός έπεσε μπροστά από τη σόμπα, η αλεπού πάνω στο πάγκο, και η αρκούδα στο πάτωμα στη μέση του δωματίου.
Ο Γελαστός δεν κινήθηκε όλη νύχτα. Και το πρωί σαν οι τρεις μάγοι ξύπνησαν και ξεκίνησαν για τις πονηρές τους δουλειές, βγήκε επιτέλους κάτω από το πάγκο. Κατευθύνθηκε στη σόμπα, βρήκε το τσουβάλι με τις λίρες και το πήρε. Έπειτα βγήκε στο κήπο και πέρα στην άκρη βρήκε ένα ξύλινο καρότσι.
Έβαλε το τσουβάλι πάνω, και κατευθύνθηκε στο δέντρο πίσω από το σπίτι. Έσκαψε από κάτω και βρήκε το κομμάτι το ασήμι που είχε μέγεθος σαν κεφάλι κριαριού. Έκλεισε πάλι το λάκκο, και πήγε στο πηγάδι.
Ξέθαψε το χρυσό κεφάλι του αλόγου, και έκλεισε και αυτό το λάκκο.
Τα φόρτωσε όλα στο καρότσι και έφυγε γρήγορα για το σπίτι του.
Εκεί έκαψε το καρότσι, και άρχισε να ζει μια άνετη ζωή, βοηθώντας συγχρόνως και όσους είχαν ανάγκη.
Αγόρασε και χωράφια και ζώα, και πήρε και ανθρώπους στη δούλεψη του.
Σιγά-σιγά, έγινε πιο πλούσιος ακόμα, και όποιος ήθελε τη στήριξη του, αυτός την έδινε άφθονη και πάντα με χαμόγελο και καλοσύνη.
Ο τσιγκούνης γείτονας του, δε μπορούσε να χωνέψει τα πλούτη που απέκτησε ο Γελαστός.
Μια μέρα λοιπόν πήγε στο σπίτι του και τον ρώτησε, πώς έγινε τόσο πλούσιος.
Ο Γελαστός του είπε όλη την ιστορία. Ο Σπάγκος δεν έχασε καιρό ξεκίνησε κι εκείνος για το σπιτάκι των μάγων.
Έφτασε βράδυ. Χτύπησε και σαν είδε ότι κανείς δεν ήταν μέσα, μπήκε και κουρασμένος όπως ήταν, είδε το μεγάλο ψωμί πάνω στο τραπέζι. Έκοψε μια φέτα την έφαγε, μα σαν είδε πόσο νόστιμο ήταν, πήρε και το υπόλοιπο και το έβαλε στο σάκο του. Πήγε έπειτα στη σόμπα και βρήκε πάλι ένα τσουβάλι λίρες.
Ξαφνικά άκουσε θόρυβο, και μόλις που πρόλαβε να χωθεί πίσω και κάτω από το πάγκο, παίρνοντας και τις λίρες μαζί του.
''Όταν φύγουν θα βγω, θα πάρω και τα υπόλοιπα και θα γίνω καπνός. Θα γίνω πάμπλουτος θα αποκτήσω δούλους και υπηρέτες, και θα παντρευτώ και τη κόρη κανενός βασιλιά για να αβγατίσω κι άλλο τη περιουσία μου''....σκέφτηκε. Περίμενε λοιπόν σιωπηλός.
Η πόρτα άνοιξε και η Αλεπού, ο Ποντικός και η Αρκούδα μπήκαν μέσα λογομαχώντας.
Έλεγε ο ποντικός:
-Είμαι σίγουρος ότι κάποιος από εσάς πήρε τις λίρες μου. Αλλά αυτό το τσουβάλι που έχω τώρα πίσω από τη σόμπα θα το προσέχω.
- Δεν ξέρεις τι λες..., είπε η Αλεπού. Κάποιος από εσάς πήρε το ασήμι μου. Μα αυτό που έχω θάψει τώρα, θα το προσέχω περισσότερο.
-Και οι δύο λέτε ψέματα. Κάποιος από εσάς πήρε το χρυσό μου άλογο. Αλλά αυτό που έθαψα στο πηγάδι τώρα, δε πρόκειται να μου το πάρει κανείς σας.
Και οι τρεις κατευθύνθηκαν στο τραπέζι και ξαφνικά.... διαπίστωσαν ότι το ψωμί έλειπε.
-Αδέλφια, είπε η Αλεπού, κάποιος έκλεψε το ιερό ψωμί μας. Και άδικα κατηγορήσαμε ο ένας τον άλλον.
Πρέπει να είναι ο ίδιος κλέφτης, και να γύρισε για να μας ξανακλέψει. Ελάτε να ψάξουμε.
Ψάχνοντας λοιπόν το σπίτι αρχικά, δεν άργησαν να ανακαλύψουν το τσιγκούνη φίλο μας. Στο σάκο του βρήκαν το ψωμί τους. Και δίπλα του το τσουβάλι με τις λίρες.
-Ώστε εσύ είσαι ο κλέφτης!!!!....φώναξαν οι τρεις μάγοι.
Ο Σπάγκος..... κατάχλομος και τρομαγμένος,  δεν πρόλαβε να πει κουβέντα. Σαν τα θηρία όρμησαν πάνω του και οι τρεις και τον έφαγαν.
Έτσι ο τσιγκούνης μας, πλήρωσε πολύ ακριβά την απληστία του.
Κι όπως ποτέ δε βοήθησε κανέναν, δεν τον αναζήτησε και κανείς.. Ούτε στενοχωρήθηκε κάποιος που δεν τον ξαναείδε. Και γρήγορα, ξέχασαν όλοι, ότι υπήρξε κάποτε ένας γείτονας τους, που τον έλεγαν Σπάγκο και ήταν φοβερά άπληστος και  τσιγκούνης, και που ήθελε να αποκτά τα πάντα για τον εαυτό του, μα το μόνο που δεν απέκτησε ποτέ, ήταν η αγάπη των άλλων.

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ο βασιλιάς άνεμος και η βασιλοπούλα!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που είχε ένα γιο και μια κόρη. Ο γιος έλαμπε σαν τον ήλιο και η κόρη ήταν όμορφη σαν το Άστρο της Αυγής.
Μεγάλο καμάρι ένοιωθε ο βασιλιάς για τα παιδιά του κι από όπου περνούσαν όλοι κάθονταν και τα θαύμαζαν.
Μια μέρα, ενόσω έκαναν βόλτα με το αμάξι και οι τρεις, φύσηξε ένας δυνατός άνεμος, και για λίγο σηκώθηκε τέτοια σκόνη που τίποτα δεν έβλεπαν μπροστά τους.
Έπειτα από λίγο, όταν όλα ησύχασαν, ανακάλυψαν ότι η βασιλοπούλα είχε χαθεί, λες και τη κατάπιε η γη.
Όσο κι αν έψαξαν, δεν βρήκαν ούτε ίχνος της όμορφης κοπέλας. 
Ο βασιλιάς ήταν απαρηγόρητος και η χώρα έπεσε σε βαρύ πένθος. Μεγάλες τιμές και πλούτη έταξε ο δύστυχος πατέρας, σε όποιον του έβρισκε τη κόρη του.
Αλλά δυστυχώς, όσοι κι αν έψαξαν δε βρήκαν τίποτα!
Μια μέρα όμως το βασιλόπουλο, που κι εκείνο ήταν δυστυχισμένο μια και του έλειπε η αγαπημένη του αδελφή, δεν άντεξε την αναμονή. 
Πήγε στο πατέρα του και του είπε:
-Πατέρα εγώ θα ψάξω παντού, σε ολόκληρο το κόσμο αν χρειαστεί, θα βρω την αδελφή μου και θα τη φέρω πίσω.
-Μα κι αν συμβεί κάτι και χάσω και σένα αγόρι μου;;.....είπε με αγωνία ο βασιλιάς.
-Μην ανησυχείς πατέρα θα τα καταφέρω και γρήγορα θα μας έχεις και τους δύο πίσω.
Το βασιλόπουλο ξεκίνησε. Περιπλανήθηκε σε βουνά και σε κάμπους, σε πολιτείες και σε κάστρα, σε χωριά και σε καλύβια, ρωτώντας παντού για τη βασιλοπούλα. Μάταια όμως!
Κανείς δεν ήξερε κάτι.
Μια μέρα έφτασε σε μια μεγάλη λίμνη, απ' όπου πέταξαν αγριόπαπιες. Το βασιλόπουλο σήκωσε αμέσως το όπλο του και σημάδεψε τη πιο μεγάλη.
Μα τα έχασε σαν η πάπια με κανονική φωνή, φώναξε:
-Μη ρίχνεις. Μπορεί μια μέρα να σου φανώ χρήσιμη.
-Και πώς θα μπορούσες εσύ να μου φανείς χρήσιμη;;...ρώτησε το βασιλόπουλο.
-Ξέρω που πηγαίνεις και τι ψάχνεις! Ψάχνεις την αδελφή σου. Εγώ από εδώ ψηλά έχω δει ποιος έχει την αδελφή σου φυλακισμένη! Βρίσκεται στο πύργο του βασιλιά Ανέμου.
Το βασιλόπουλο ξαφνιάστηκε, και είπε στη πάπια ότι όχι μόνο δε θα της ρίξει, αλλά δε θα ξανακυνηγήσει πάπιες ποτέ του!
Συνέχισε το δρόμο του, και προχωρώντας είδε ένα λόφο να υψώνεται μπροστά του. Έκανε κάμποση ώρα μέχρι να καταλάβει ότι ο λοφίσκος, δεν ήταν τίποτα άλλο από μία μυρμηγκοφωλιά. Σήκωσε το ραβδί του για να τη χαλάσει, μα παρουσιάστηκε μπροστά του ένα φτερωτό μυρμήγκι και του είπε:
-Μη χαλάσεις άρχοντα μου το σπίτι μας. Κι εμείς μπορεί να σου το ξεπληρώσουμε μια μέρα.
Πάλι ξαφνιάστηκε το βασιλόπουλο, σαν άκουσε ότι του μιλούσε ένα μυρμήγκι και του έλεγε τέτοια λόγια. Δεν πείραξε τη φωλιά, και έκανε παράκαμψη στο δρόμο του, ώστε να μην ενοχλήσει τα μυρμήγκια.
Προχωρούσε, προχωρούσε, κουρασμένο και απογοητευμένο το παλικάρι, και ξαφνικά ένα κούτσουρο έγινε η αιτία να μπερδευτεί και να πέσει κάτω.
Στη στιγμή νευριασμένος, έβγαλε το σπαθί του να σκίσει το κούτσουρο στα δύο.
Τον σταμάτησε μια φωνή που του μιλούσε.
-Μη χαλάσεις αυτό το κούτσουρο παλικάρι μου. Είναι το σπίτι μας.
Το βασιλόπουλο βλέπει μπροστά του μια μέλισσα. Και μάλιστα ήταν η βασίλισσα της κυψέλης, που συνέχισε να του μιλά. Μπορεί κάποτε να σου φανούμε χρήσιμες.
Ξαφνιασμένο για τρίτη φορά το βασιλόπουλο, άφησε το κούτσουρο, και ξαναπροχώρησε ώσπου έφτασε στο τέρμα του δάσους.
Λίγο πιο πέρα υψωνόταν ένας τεράστιος βράχος, πολύ πλατύς και πολύ ψηλός. Στη κορυφή του υπήρχε ένας πύργος, και το παλικάρι μας κατάλαβε ότι είχε φτάσει στο προορισμό του.
Δοκίμασε να ανέβει από τη μία πλευρά, μα ένας δυνατός άνεμος τον πέταξε πέρα. Δοκίμασε από άλλη πλευρά, μα έπαθε ακριβώς το ίδιο. Έπειτα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσε να φτάσει στη κορυφή. Έφτασε στη πόρτα και χτύπησε. Δεν του αποκρίθηκε κανείς.
Άνοιξε και μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα. Δεν συνάντησε κανένα, το ίδιο και στη δεύτερη αίθουσα και στη τρίτη. Κάποια στιγμή έπειτα από μια μεγάλη σκάλα, μπήκε σε ένα χώρο με παράθυρα γύρω-γύρω. 
Εκεί βρήκε τον Άνεμο που διαφέντευε όλους τους αέρηδες.
-Καλησπέρα ξάδερφε, του είπε ο βασιλιάς Άνεμος..... τι μου έφερες;;
-Δεν σου έφερα τίποτα,....απλά ήρθα να πάρω την αδερφή μου που την έκλεψες.....
-Την πήρα γιατί δεν είσαστε άξιοι να την έχετε! 
-Με ποιο δικαίωμα αποφασίζεις από πριν για την αξία μου;; Δοκίμασε με και θα δεις αν αξίζω!!
Ο Άνεμος πήρε αγκαλιά το βασιλόπουλο, και το οδήγησε στην άκρη της τεράστιας λίμνης.
Έβγαλε από το χέρι του το χρυσό του δαχτυλίδι, και με έναν ανεμοστρόβιλο το εκσφενδόνισε στο νερό!!
-Αν ως αύριο το πρωί έχεις βρει το δαχτυλίδι μου, θα μιλήσουμε για την αδελφή σου, αλλιώς θα φύγεις.
Αυτά είπε και πέταξε πίσω στο πύργο του. Το παλικάρι, βημάτιζε στενοχωρημένος πάνω-κάτω, προσπαθώντας να βρει ένα τρόπο για να ψαρέψει το δαχτυλίδι.
Κόντευε να βραδιάσει, και ξαφνικά μια αγριόπαπια προσγειώθηκε δίπλα του.
-Μη πικραίνεσαι,....του είπε...πήγαινε να κοιμηθείς και θα σου φέρω εγώ το δαχτυλίδι.
Έτσι κι έγινε. Το πρωί το δαχτυλίδι βρισκόταν στα χέρια του βασιλόπουλου.
-Δεν ξέρω τι να πω....
-Τίποτα να μη πεις.... όταν κάποιος δείχνει καλοσύνη, αυτή κάποια στιγμή επιστρέφει πίσω σε εκείνον.
Πήγε το δαχτυλίδι στον Άνεμο, κι εκείνος φανερά δυσαρεστημένος του είπε:
-Φαίνεται ότι είσαι άξιος και σε υποτίμησα λίγο.... μα πρέπει να κάνεις και κάτι άλλο για να πάρεις την αδελφή σου πίσω. 
Ανέβασε το βασιλόπουλο στο πιο ψηλό πυργίσκο, κρατώντας στα χέρια του ένα σακί γεμάτο με μικρούς σπόρους λουλουδιών, τους οποίους και σκόρπισε τριγύρω στο βασίλειο του.
-Ως αύριο το πρωί πρέπει να έχεις μαζέψει όλους τους σπόρους, χωρίς να λείπει ούτε ένας.
Αλλιώς θα φύγεις.....είπε και πέταξε μακριά, αφήνοντας το παλικάρι μας μόνο του και απελπισμένο.
Ενόσω προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα μάζευε τους σπόρους, ένα φτερωτό μυρμήγκι ήρθε δίπλα του. 
-Μη χάνεις το κουράγιο σου. Ήρθε η ώρα να σου ξεπληρώσουμε το καλό που έκανες σε μας, κι ας είμαστε τόσο μικροί. Πήγαινε και ξάπλωσε έχοντας εμπιστοσύνη.
Όλο το βράδυ και ολόκληρη τη νύχτα τα μυρμήγκια δούλευαν ακατάπαυστα. Το πρωί είχαν μαζευτεί όλοι οι σπόροι και δεν έλειπε ούτε ένας.
Φεύγοντας το μυρμήγκι είπε στο βασιλόπουλο.
-Ο σεβασμός που θα δείξεις στον μικρό και ασήμαντο, θα σου ξεπληρωθεί διπλός!! Μη το ξεχάσεις ποτέ!!!
Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Άνεμος, που πραγματικά τα έχασε σαν είδε ότι πράγματι δεν έλειπε ούτε ένας σπόρος.
-Πολύ καλά,....είπε. Σου αξίζει να πάρεις την αδελφή σου.....Έλα μαζί μου και βγήκε με ένα πονηρό ύφος στο πρόσωπο του.
Οδήγησε το βασιλόπουλο σε μία κάμαρη, που μέσα βρίσκονταν δώδεκα κοπέλες ολόιδιες μεταξύ τους. Όλες χαμογέλασαν στο βασιλόπουλο, και του είπαν με ένα στόμα...
-Καλωσόρισες αδελφέ μου!!!
Το βασιλόπουλο δεν ήξερε πραγματικά να πει, ποια ήταν η αδελφή του...
Μα ξαφνικά δίπλα στο αυτί του άκουσε μία φωνή, που δεν προερχόταν από κανέναν άλλον παρά από τη βασίλισσα του μελισσιού.
-Μην ανησυχείς, από τη θερμότητα που παράγει η πραγματική αγάπη, θα καταλάβω ποια είναι η αδελφή σου. Στο κεφάλι αυτής που θα καθίσω αυτή και θα διαλέξεις.
Πραγματικά μόλις έκατσε στο κεφάλι κάποιας από τις κοπέλες, το βασιλόπουλο έτρεξε σήκωσε την αδελφή του τη φίλησε και είπε:
-Αυτή είναι!!!
Ο Άνεμος πραγματικά θύμωσε αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τους άφησε να φύγουν και αυτοί έφυγαν τρέχοντας.
Όταν έφτασαν στο δάσος, η μέλισσα του είπε:
-Μην υποτιμάς κανένα! Όλοι σε αυτή τη ζωή μπορούμε να κάνουμε καλό σε κάποιον άλλο.
Όλοι έχουμε τη χρησιμότητα μας κάποια στιγμή.
Τα δύο αδέλφια έφτασαν στη χώρα τους, όπου ο πατέρας οργάνωσε μεγάλες γιορτές, για να γιορτάσει το γυρισμό των δύο παιδιών του. 
Αυτή η περιπέτεια όταν την αφηγήθηκε το βασιλόπουλο έγινε δίδαγμα για όλους.





Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Ψάχνοντας ένα τίμιο άνθρωπο!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας φουκαράς, που έκλεψε μια παλιά πίπα. Την είδε ωραία σκαλισμένη, και επειδή δεν είχε ποτέ του ένα ωραίο πράγμα, μπήκε στο πειρασμό και την έκλεψε.
Τον έπιασαν όμως την ώρα που την έπαιρνε, και τον πέταξαν στη φυλακή. Έμεινε εκεί ξεχασμένος από όλους, μήνες και μήνες, χωρίς να δικαστεί, ούτε να πει την άποψη του, μια και τον έπιασαν τη στιγμή της κλοπής. 
Σκεφτόταν και σκεφτόταν, γιατί δεν το άντεχε να κάθεται φυλακισμένος για μια τόσο μικρή κλοπή.
Τόσους μήνες είχε προλάβει να το σκεφτεί και να αποφασίσει ότι δεν άξιζε το κόπο, ούτε τη ντροπή, ούτε και τη φυλάκιση, μια τέτοια πράξη.
Να το σκάσει δεν μπορούσε. Οι φύλακες ήταν πολλοί και τους παρακολουθούσαν νύχτα και μέρα.
Μια μέρα ψάχνοντας τις τσέπες των κουρελιασμένων ρούχων του, βρήκε σπόρους αχλαδιών, που σκόπευε να τους φυτέψει έξω από το καλύβι του. 
Φώναξε λοιπόν το φύλακα, και του ζήτησε να τον πάει στο βασιλιά.
-Και γιατί θέλεις να δεις το βασιλιά;;
-Θέλω να του δώσω ένα σπανιότατο θησαυρό, αποκρίθηκε ο φουκαράς κλέφτης.
-Και τι θησαυρό θα μπορούσες να έχεις εσύ κακομοίρη;;
-Μη κρίνεις χωρίς να ξέρεις! Μόνο ένας βασιλιάς μπορεί να τον δει....., του απάντησε με πολύ σοβαρότητα.
Κι έτσι τον πήγαν στον βασιλιά.
-Σε ακούω...άνθρωπε μου, λέγε τι θέλεις;;
-Μεγαλειότατε, θέλω να σου χαρίσω ένα σπανιότατο θησαυρό, με αντάλλαγμα την ελευθερία μου....αποκρίθηκε ο άνθρωπος και έβγαλε από τη τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί.
Όταν ξετύλιξε το χαρτί, ο βασιλιάς είδε μέσα σπόρους. 
-Μα αυτοί είναι σπόροι. Και μάλιστα αχλαδιού. Τι θησαυρός μπορεί να είναι ο σπόρος ενός αχλαδιού;; ...ρώτησε ο βασιλιάς, με έντονο ύφος.
-Ναι αχλαδιού είναι, αλλά όχι οποιουδήποτε αχλαδιού. Αν τους φυτέψεις θα βγει ένα δέντρο που θα κάνει χρυσά αχλάδια.
-Και γιατί τότε δεν τα φύτευες εσύ;;...ρώτησε ο βασιλιάς.
-Εγώ δεν μπορώ Μεγαλειότατε....για να βγουν τα χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτέψει τους σπόρους ένας εξέχων και διαπρεπής άνθρωπος,  που δεν έκλεψε, ούτε ξεγέλασε ποτέ κανένα. Ούτε είπε ψέματα σε κανένα για να κερδίσει εις βάρος του!
Αν τα φυτέψει ένας  άνθρωπος που δεν έχει καθαρή τη συνείδηση του, το δέντρο που θα βγει θα είναι μια κοινή αχλαδιά.
-Τι κουταμάρες ....φώναξε ο βασιλιάς. Που θυμήθηκε ότι πολλές φορές είχε πει ψέματα στους υπηκόους του, και άρπαζε ότι ήθελε όταν ήταν πιο νέος.
Πού ακούστηκε βασιλιάς να σκάβει για να φυτέψει;;;
-Ωραία..., τότε ας τους φυτέψει ο γραμματικός σου!!
-Κουταμάρες,... είπε φρόνιμα-φρόνιμα ο γραμματικός, που είχε ''λαδωθεί'' πολλές φορές για να κάνει τα χατίρια διαφόρων, που τον χρύσωσαν. Εγώ είμαι γραμματικός δεν είναι αυτή η δουλειά μου!
-Τότε να τους φυτέψει ο αρχηγός του στρατού σου!
-Ανοησίες,.. εγώ δεν είμαι κηπουρός!...βιάστηκε να πει ο αρχηγός του στρατού, που συχνά αβγάτιζε το πουγγί του από τους μισθούς και τα συσσίτια των στρατιωτών!
-Τότε ο δικαστής σου....ξαναπρότεινε ο κλέφτης!
-Μα εγώ είμαι υπηρέτης του νόμου!...δεν έχω δουλειά με δέντρα...., είπε ο δικαστής, που έβγαζε τις αποφάσεις στις δίκες σύμφωνα με τα χρήματα που έδιναν σαν ''μίζα'' οι διάφοροι που είχαν υποθέσεις που εκκρεμούσαν να εκδικαστούν.
-Τότε......ας κάνει το φύτεμα ο Διευθυντής της φυλακής σου!!!
-Μα Μεγαλειότατε τι δουλειά έχω εγώ με αυτά;;;.....απάντησε ο διευθυντής της φυλακής που έπαιρνε χρήματα από τους φυλακισμένους και τους συγγενείς τους, για να τους φέρεται πιο καλά..
-Ας το κάνει ο γιατρός του παλατιού σου,.. μια και δεν έμεινε άλλος από τους εξέχοντες της Αυλής σου.
Κι ο γιατρός όμως βιάστηκε να αρνηθεί...λέγοντας ότι είναι επιστήμονας και δεν ξέρει από αχλαδιές...ενώ σκεφτόταν πόσες φορές...είχε πάρει χρήματα για να περιποιηθεί και να δείξει ενδιαφέρον για την υγεία κάποιου ασθενή του.
Ξαφνικά ο κλέφτης έβαλε τα γέλια. Τόσο δυνατά γέλια που ακούστηκε σε όλο το παλάτι.
Ο Βασιλιάς τον ρώτησε γιατί γελάει, κι εκείνος αποκρίθηκε:
-Όλοι σας τρώτε και πίνετε και πλουτίζετε κλέβοντας και κοροιδεύοντας τους άλλους, και δεν τολμάει να σας πιάσει ή να σας βάλει φυλακή κανείς,... μια και εσείς είσαστε ο νόμος. Κι εμένα που έκλεψα μια παλιά πίπα, με έχετε κλεισμένο μήνες τώρα, σε ένα βρώμικο κελί!!
Κι αν θες Μεγαλειότατε να είσαι δίκαιος πρέπει να παραδεχθείς ότι έχω δίκιο!!!
Ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Έμεινε σκεπτικός,...καταλαβαίνοντας ότι την είχαν πατήσει από ένα έξυπνο φουκαρά,  και τελικά άφησε ελεύθερο το κλέφτη. Επί πλέον του έδωσε και πάρα πολλά χρήματα, τάχα σαν εξιλέωση,  ώστε να μη πεινάσει ποτέ πια. Μα στη πραγματικότητα, κάνοντας πλούσιο το φουκαρά, του έκλεινε το στόμα..., μια και σαν  έξυπνος που ήταν, αυτό του το αναγνώριζε,  θα ήξερε ότι θα είχε μεγαλύτερα οφέλη αν δεν έλεγε πουθενά τίποτα από τη γκάφα τους!!!
[από την ανθολογία παραμυθιών]
http://anthropinessxeseis.blogspot.com/2010/06/blog-post_07.html

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...