Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Το παλιό φανάρι του δρόμου!


Έχετε ακούσει την ιστορία του παλιού φαναριού; Δεν είναι πολύ χαρούμενη αλλά αξίζει να την ακούσει κανείς!
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα καλό παλιό φανάρι του δρόμου, που είχε κάνει τίμια τη δουλειά του, πολλά-πολλά χρόνια, και τώρα πια θα το άλλαζαν...
Ήταν το τελευταίο βράδυ που θα περνούσε στη θέση του πάνω στην κολόνα, για να φωτίζει το δρόμο κι ένοιωθε σαν μια γερασμένη μπαλαρίνα, που χορεύει για τελευταία φορά, και ξέρει πως αύριο θα την έχει ξεχάσει όλος ο κόσμος. Το φανάρι τη φοβόταν την άλλη τη μέρα, γιατί ήξερε πως αυτήν την ημέρα θα το πήγαιναν στη Δημαρχεία. Κι εκεί οι εντιμότατοι κ.κ. Δημοτικοί Σύμβουλοι, θα έκριναν αν κάνει ακόμα για υπηρεσία, ή θα το πουλούσαν σε κανένα χωριό ή σε κανένα σιδεράδικο.
Είναι αλήθεια ότι αν ξέπεφτε σε κανένα σιδεράδικο, δεν ήξερε τι θα έφτιαχναν με το υλικό του.
Φοβόταν όμως, πως ότι και να έφτιαχναν θα ξεχνούσε την μέχρι τώρα ωραία ζωή του.....
Πάντως, θα έχανε τη συντροφιά του φαναρτζή και της γυναίκας του, που τους είχε τόσο συνηθίσει, ώστε τους λογάριαζε σαν δικούς του ανθρώπους.
Το φανάρι αυτό, τοποθετήθηκε στη θέση του, την ημέρα ακριβώς, που είχε διοριστεί ο φαναρτζής στη δουλειά του. Η γυναίκα του ήταν τότε νέα και όμορφη κι όταν το βράδυ περνούσε δίπλα στο φανάρι, του έριχνε μια φιλική ματιά, ενώ τη μέρα δεν του έδινε σημασία.
Τα τελευταία όμως χρόνια, όταν πια και οι τρεις τους είχαν γεράσει, η γυναίκα του φαναρτζή ερχόταν συχνά να καθαρίσει το φανάρι και να του βάλει λάδι. Ήταν ένα τίμιο ζευγάρι, που όλα αυτά τα χρόνια δεν του έκλεψαν ούτε μια σταγόνα από το λάδι...
Έτσι λοιπόν, είχε τώρα φτάσει η τελευταία του μέρα. Αύριο θα πήγαινε στο Δημαρχείο. Έτσι βυθισμένο που ήταν στις θλιβερές του σκέψεις, το φανάρι μόλις κι έκαιγε, αναπολώντας τα παλιά...
Και είχε πολλά να θυμηθεί αυτό το γέρικο φανάρι του δρόμου. Είχε δει πολλά στη ζωή του, είχε φωτίσει πολλά με τις ακτίνες του, μα τα κρατούσε με τιμιότητα μυστικά, για να μην εκθέσει κανέναν.
Καθώς οι παλιές αναμνήσεις ξυπνούσαν μέσα του, η μια ύστερα από την άλλη, η φλόγα του φαναριού φούντωσε για μια στιγμή, καθώς εκείνο στοχαζόταν:
-Κάποιος θα με θυμάται κι εμένα, όταν δε θα υπάρχω πια.... Να!...εκείνος ο νέος, εδώ και πολλά χρόνια, που ήρθε κάποιο βράδυ κοντά μου και διάβασε ένα γράμμα. Ήταν γραμμένο από γυναικείο χέρι, σε ροζ χρυσωμένο ένα γύρο, χαρτί... Το διάβασε, το φίλησε, κι ύστερα σήκωσε τα μάτια του σε μένα, και ψιθύρισε:
-Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!
Μονάχα εκείνος κι εγώ ξέρουμε τι έγραφε εκείνο το γράμμα...
-Θυμάμαι κι ένα άλλο ζευγάρι μάτια. Περίεργο πώς η μια σκέψη φέρνει την άλλη... Ήταν μια μεγαλόπρεπη κηδεία, σ' αυτόν εδώ το δρόμο. Μια νέα και ωραία κοπέλα, είχε χάσει τη ζωή της, και την είχαν ραντίσει με λουλούδια. Όλος ο δρόμος είχε γεμίσει κόσμο, και ήταν τόσες οι λαμπάδες, που το δικό μου φως χλόμιασε... Κι όταν ο κόσμος πέρασε, ένας άντρας στηρίχτηκε στην κολόνα μου, κι έκλαιγε με λυγμούς! Δε θα ξεχάσω ποτέ τη θλιμμένη του όψη!....
Έτσι σκεφτόταν το φανάρι, την τελευταία εκείνη βραδιά της υπηρεσίας του. Ο σκοπός ξέρει ποιος θα τον διαδεχθεί στην βάρδια και μπορεί να αλλάξει λίγες κουβέντες μαζί του. Το φανάρι μας όμως δεν ήξερε. Κι όμως πόσες συμβουλές θα μπορούσε να δώσει για τη βροχή, για τα χιόνια, να του πει ως πού έφτανε το φεγγαρόφωτο στο δρόμο κι από πού συνήθως φυσούσε ο άνεμος σ' εκείνη τη γωνιά...
Κάτω από το φανάρι, είχαν μαζευτεί κιόλας τρεις υποψήφιοι διάδοχοι του, γιατί νόμιζαν ότι εκείνο θα διάλεγε αυτόν που θα έπαιρνε τη θέση του. Ο ένας ήταν ένα κεφάλι ρέγγας που φέγγει στο σκοτάδι, κι έλεγε ότι το ατού του ήταν ότι θα έκανε οικονομία στο λάδι. Ο δεύτερος ήταν ένα σάπιο ξύλο που φωσφόριζε, κι έλεγε πως τάχα κατάγεται από το μεγαλύτερο δέντρο του δάσους, κι ο τρίτος ήταν μια πυγολαμπίδα.
Το φανάρι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς βρέθηκε εκεί πέρα. Πάντως φώτιζε πιο πολύ από τους άλλους, και γρήγορα τα έβαλαν μαζί της.
Το φανάρι τους είπε ότι κανένας δεν κάνει για τη δουλειά, γιατί δεν φωτίζουν αρκετά. Οι υποψήφιοι όμως όταν έμαθαν ότι θα διάλεγε το Δημαρχείο, χάρηκαν κι έφυγαν.
Εκείνη τη στιγμή φύσηξε ένα αεράκι, και ψιθύρισε στο φανάρι:
-Τι μαθαίνω; Μας φεύγεις αύριο και δεν θα ξανασυναντηθούμε; Αν είναι έτσι, θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Θα φρεσκάρω τη μνήμη σου, ώστε όχι μόνο θα τα θυμηθείς όλα, αλλά θα μπορείς να βλέπεις μπροστά σου, όλα όσα σου έχουν πει ή έχεις διαβάσει.
-Σ' ευχαριστώ, αλλά μάλλον θα με λιώσουν, για να φτιάξουν κάτι άλλο!
-Αυτό δεν έχει γίνει ακόμα....είπε το αεράκι και φύσηξε και του φρεσκάρισε τη μνήμη για να έχει καλά γεράματα...
-Κι αν με λιώσουν;...θα μπορώ να θυμάμαι και τότε;...
-Να είσαι λογικός γέρο μου!...και συνέχισε ο αέρας το πέταγμα του...
Σε λίγο βγήκε το Φεγγάρι.
-Εσύ τι θα του χαρίσεις;...ρώτησε ο αέρας...
-Τίποτα! Βασικά είμαι στη χάση μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κι έπειτα δεν με έχει φωτίσει ποτέ, και πολλές φορές εγώ μόνο το φώτιζα...και έφυγε να κρυφτεί πίσω από κάτι σύννεφα.
Λίγο αργότερα ένοιωσε μια σταλαματιά να πέφτει πάνω του. Ήταν το δώρο που του έκαναν τα σύννεφα. Και του είπαν:
-Μπορεί να σκουριάσεις, και να γίνεις σκόνη, με τη βοήθεια μας, κι έτσι θα γλυτώσεις από τα βάσανα.
Το φανάρι όμως δε χάρηκε με αυτό το δώρο.
-Τίποτα καλύτερο;....ρώτησε πάλι ο αέρας...
Και να που ήρθε το καλύτερο. Ήταν ένα λαμπερό αστέρι, που αυλάκωνε τον ουρανό με μια λαμπερή γραμμή. Κι έπεσε...τσιφ....μέσα στο φανάρι....που φεγγοβολούσε τόσο, όσο δεν είχε φωτίσει ποτέ του.
-Αυτό ήταν πράγματι ένα υπέροχο δώρο, ευχαριστώ!...Τα λαμπερά αστέρια που τόσο τα θαύμαζα σε όλη μου τη ζωή, καταδέχθηκαν να μου χαρίσουν λίγο από το αθάνατο φως τους. Τώρα έχω τη δύναμη, να κάνω όσους αγαπώ να βλέπουν όσα βλέπω και όσα θυμάμαι εγώ! Είναι ένα εξαίρετο δώρο! Γιατί όταν βλέπεις κάτι όμορφο και δεν μπορείς να μοιραστείς τη χαρά που σου δίνει, δεν το χαίρεσαι ούτε εσύ!
-Πολύ ωραία το σκέφτηκες...είπε ο αέρας. Για να το αξιοποιήσεις όμως πρέπει να έχεις μέσα σου φλόγα. Τα αστέρια δεν το σκέφτηκαν, γιατί νομίζουν πως όλα όσα φέγγουν, έχουν και φλόγα στην καρδιά τους. Τέλος πάντων πάω να ξεκουραστώ....
Ας πάμε λοιπόν στο επόμενο βράδυ. Το φανάρι βρέθηκε ακουμπισμένο σε μια πολυθρόνα, στο σπίτι του φαναρτζή. Ο φαναρτζής είχε πετύχει, σαν αναγνώριση της υπηρεσίας του, να πάρει το φανάρι μαζί του.
Οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, γέλασαν με το αίτημα του, ωστόσο τον άφησαν να πάρει το άχρηστο αντικείμενο...
Δίπλα στη σόμπα, μέσα σε αυτό το δωμάτιο, φαινόταν πολύ μεγαλύτερο. Ο φαναρτζής και η φαμελιά του, ήταν καθισμένοι για φαγητό, κι έριχναν που και που μια φιλική ματιά προς τη μεριά του.
Έμεναν σε ένα υπόγειο, δύο μέτρα κάτω από τη γη. Έκανε όμως ζεστασιά εκεί μέσα, στο σπίτι τους.
Το μοναδικό τους δωμάτιο ήταν πεντακάθαρο. Κουρτίνες έκρυβαν το κρεβάτι, και κρέμονταν στο μικρό παράθυρο ψηλά, όπου δύο παράξενες γλάστρες στέκονταν. Τις είχε φέρει ο Κρίστιαν ο ναυτικός, από τις Δυτικές και τις Ανατολικές Ινδίες. Είχαν το σχήμα ελέφαντα, ήταν πήλινες και κούφιες γεμάτες καστανόχωμα. Υπήρχε γεράνι στη μια, σκόρδα στην άλλη.
Στον τοίχο κρεμόταν μια λιθογραφία, που παράσταινε το Συνέδριο της Βιέννης. Υπήρχε κι ένα ρολόι με μεγάλα βαρίδια, που σκόρπιζε τον ήχο του τριγύρω. Κι ολοένα πήγαινε μπροστά, αλλά δεν τους πείραζε.
Όταν ο φαναρτζής άρχισε να λέει τι είχαν μοιραστεί, αυτός και το φανάρι τόσα χρόνια, για τις βροχές και τις χιονοθύελλες, για τις σύντομες καλοκαιριάτικες νύχτες, και για τις ατέλειωτες παγερές χειμωνιάτικες, το φανάρι τα είδε σαν να τα είχε μπροστά του. Ναι ο άνεμος του είχε προσφέρει ένα όμορφο δώρο!
Οι γέροι ήταν εργατικοί άνθρωποι! Πάντα έκαναν κάτι. Κάθε απομεσήμερο Κυριακής, έβγαζαν κάποιο βιβλίο με ταξίδια, κι ο γέρος διάβαζε για την Αφρική, για τους ελέφαντες, και η γριά έλεγε κοιτώντας τις γλάστρες:
-Είναι σαν να τα βλέπω ζωντανά μπροστά μου!...
Κάτι τέτοιες στιγμές το φανάρι, ήθελε να είχε την αλλοτινή φλόγα μέσα του, για να φωτίσει τους φίλους του να δουν με τα ίδια τους τα μάτια.
-Τι να τις κάνω τις ικανότητες μου όταν δεν έχω φλόγα μέσα μου;...
Μια μέρα ο φαναρτζής έφερε ένα πάκο κεριά. Μόλις κάηκαν, η γριά μάζεψε ότι έμεινε για να κερώνει την κλωστή της όταν έραβε. Αλλά δεν σκέφτηκε κανείς να βάλει ένα μέσα στο φανάρι.
-Έχω έναν ολόκληρο κόσμο μέσα μου, και δεν μπορώ να τον μοιραστώ με κανέναν. Δεν ξέρουν τα αφεντικά μου, ότι μπορώ να κάνω τους άσπρους τοίχους όμορφα χαλιά και πάνω τους να παραστήσω ότι θέλουν.
Το φανάρι στεκόταν καθαρισμένο, παστρικό σε κάποια γωνιά. Ο κόσμος τους έλεγε τι το θέλουν, εκείνοι όμως το αγαπούσαν και δεν ήθελαν να το αποχωριστούν.
Μια μέρα στα γενέθλια του γέρου, η γριά αποφάσισε να το ανάψει ώστε να λαμποκοπήσει όλο το δωμάτιο.
-Τώρα θα σας δείξω πώς ξέρω να φωτίζω!...
Μα η γριά του έβαλε μόνο λίγο λάδι, και κανένα κερί...οπότε πάλι δεν μπόρεσε να δείξει τις ικανότητες του. Άρχισε να ονειρεύεται ότι στην άλλη του ζωή, το έλιωσαν και έφτιαξαν ένα όμορφο σιδερένιο κηροπήγιο, που είχε το σχήμα αγγέλου που κρατάει ένα μπουκέτο και μέσα στο μπουκέτο θα έβαζαν ένα μεγάλο κερί.
Και συνέχιζε να ονειρεύεται....
Θα το έβαζαν σε ένα πράσινο γραφείο ενός ποιητή, σε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, και θα φώτιζε ότι έγραφε ο ποιητής, με το φως του. Κι ότι σκαρφιζόταν το μυαλό του ποιητή, λιβάδια, φουρτούνες, ακρογιαλιές όλα θα τα φώτιζε και θα τα έδειχνε σε όλο τον κόσμο!
-Τι ταλέντο που κρύβω μέσα μου!...είπε, καθώς ξύπνησε...λαχταρώ σχεδόν να με λιώσουν!....
Όμως όχι τώρα! Αυτό δεν πρέπει να γίνει όσο ζουν αυτοί οι δύο καλοί γέροι, που με αγαπούν τόσο! Δεν έχουν κανέναν άλλον στον κόσμο! Με περιποιούνται, μου βάζουν πότε-πότε λίγο λάδι, για να θυμάμαι τα παλιά....είναι αχαριστία να τους παρατήσω!...
Κι αυτό έκανε! Η ζωή του κύλησε ήσυχη, εκτιμώντας δύο μοναχικούς γέρους, που το αγαπούσαν και το φρόντιζαν σαν πραγματικοί φίλοι!



Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Η βοσκοπούλα και ο καπνοδοχοκαθαριστής!!

Θα έχετε δει βέβαια, κάποιο από εκείνα τα παλιά τα σκαλιστά ερμάρια, όλο φύλλα και μπρούντζινα σκαλίσματα, μαύρα από την πολυκαιρία. Ένα τέτοιο ακριβώς ερμάρι στεκόταν στο σαλόνι μιας οικογένειας. Το είχαν από την προμάμμη τους, κληρονομιά. Ήταν σκεπασμένο από πάνω ως κάτω, με σκαλισμένα τριαντάφυλλα και τουλίπες, καθώς και με κέρατα ελαφιών.
Στην κορυφή του στεκόταν ένας παράξενος, κωμικός διαβολάκος, με κατσικίσια πόδια, με κέρατα στο κούτελο, και με μακριά γένια. Σαν τον θεό Πάνα, ένα πράγμα. Στεκόταν εκεί, και χασκογελούσε συνέχεια, με έναν κωμικό τρόπο, που δεν μπορούσες όμως να τον πάρεις ακριβώς σαν χαμόγελο.
Τα παιδιά μια μέρα παίζοντας, τον βάφτισαν: '' ο κατσικοπόδαρος Στραταρχουποδιοικητής'', τόσο μακρύ και δύσκολο για να γελάσουν. Σίγουρα εκείνος που τον είχε σκαλίσει, θα είχε κουραστεί σίγουρα πάρα πολύ!
Μια φορά, έτσι ήταν...και στεκόταν εκεί πάνω, ακίνητος, κοιτάζοντας το τραπέζι, κάτω από τον καθρέφτη. Γιατί εκεί ήταν μια όμορφη βοσκοπούλα, από πορσελάνη. Τα παπουτσάκια της ήταν χρυσωμένα όπως και το καπέλο της. Και φορούσε ένα ωραίο τριαντάφυλλο στη μέση. Στο χέρι της κρατούσε μια γκλίτσα. Με δυο λόγια, ήταν μια κοπέλα αληθινό χάρμα!
Δίπλα της στεκόταν, ένας καπνοδοχοκαθαριστής, μαύρος...κατάμαυρος, μα από πορσελάνη κι αυτός.
Παρά το μαύρο του χρώμα, ήταν πεντακάθαρος και γυαλιστερός, γιατί ο κεραμουργός τον είχε φτιάξει, για να μοιάζει με αυτούς που καθάριζαν τις καμινάδες και ήταν μαύροι από την κάπνα.
Με το ίδιο υλικό θα μπορούσε να είχε φτιάξει ένα πρίγκιπα.
Στεκόταν λοιπόν ο καπνοδοχοκαθαριστής, με ροδοκόκκινο το πρόσωπό του, γιατί φαίνεται από λάθος δεν του το είχαν μαυρίσει κι αυτό....
Η βοσκοπούλα και ο καπνοδοχοκαθαριστής, στέκονταν πλάι-πλάι. Κι όπως ήταν φυσικό, συνομιλούσαν, σιγογελούσαν, ερωτεύτηκαν και τέλος αρραβωνιάστηκαν.
Και ήταν ταιριαστοί, γιατί ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό, και είχαν και το ίδιο ύψος.
Λίγο πιο πέρα, ήταν ένα άλλο αγαλματάκι, πιο μεγάλο. Ένας Κινέζος, που μπορούσε να κουνάει το κεφάλι του πάνω- κάτω. Ήταν κι αυτός από πορσελάνη, κι έκανε τάχα πως ήταν ο παππούς της βοσκοπούλας, παρόλο που καμία απόδειξη δεν είχαμε γι' αυτό.
Ωστόσο έλεγε πως ήταν εγγονή του, και είχε το θράσος, να υποσχεθεί στον κατσικοπόδαρο, τη βοσκοπούλα για γυναίκα του.
-Θα σε παντρέψω....είπε στη βοσκοπούλα, με κάποιον σπουδαίο!...Είναι φτιαγμένος από γνήσιο μαόνι, κι έχει περιουσία, ένα ολόκληρο ερμάρι, με κρύσταλλα και πιατικά, δικό του!
-Δε θέλω να κλειστώ στο ερμάρι,....έλεγε η βοσκοπούλα....Λένε πως έχει άλλες έντεκα γυναίκες από πορσελάνη εκεί μέσα!....
-Τότε θα γίνεις η δωδέκατη!...είπε ο γερο- Κινέζος. Απόψε κιόλας τη νύχτα θα παντρευτείτε!
Και ο Κινέζος αφού κούνησε πάνω-κάτω δύο φορές το κεφάλι του, αποκοιμήθηκε.
Η βοσκοπούλα έβαλε τα κλάματα, και κοίταξε τον αγαπημένο της, τον καθαριστή.
-Πρέπει να το βάλουμε στα πόδια, και να φύγουμε από εδώ...αλλιώς....χάθηκα. ...είπε μέσα στα κλάματα της.
-Ότι θες εσύ, το θέλω κι εγώ...απάντησε εκείνος! Δεν θα χαθούμε θα καθαρίζω καμινάδες και θα ζήσουμε. Δεν θα χαθούμε, είμαι επαγγελματίας εγώ!
Την παρηγόρησε με αυτά τα λόγια, και δείχνοντας της πού να πατάει, στα πόδια του τραπεζιού, την κατέβασε κάτω και κατέβηκε κι εκείνος!
Σαν κοίταξαν όμως προς το ερμάρι, είδαν μεγάλη φασαρία! Τα κέρατα των ελαφιών κουνιόνταν, και ο κατσικοπόδαρος, φώναζε στον Κινέζο...
-Φεύγουν! Πρόσεχε, το έσκασαν από δίπλα μας!...
Η βοσκοπούλα και ο καθαριστής τρόμαξαν τόσο πολύ, που πήγαν και κρύφτηκαν σε ένα συρτάρι.
Εκεί έμεναν τρεις τράπουλες, που όμως δεν είχαν όλα τους τα χαρτιά. Κι ένα μικρό κουκλοθέατρο, έτοιμο για παράσταση. Όλες οι ντάμες κάθονταν στη πρώτη σειρά, κι έκαναν αέρα με τις βεντάλιες τους. Και οι συνοδοί τους ήταν οι Φάντηδες, που είχαν δύο κεφάλια, το ένα πάνω και το άλλο κάτω.
Το έργο μιλούσε για δύο αρραβωνιασμένους, που δεν τους άφηναν να παντρευτούν, και το ζευγάρι μας συγκινήθηκε τόσο, ώστε η βοσκοπούλα έβαλε τα κλάματα με τα δεινά της ηρωίδας.
-Δεν αντέχω πια να τους βλέπω...είπε...πρέπει να φύγουμε από εδώ....
Όταν κοίταξαν έξω, είδαν ότι ο Κινέζος είχε ξυπνήσει και ανασάλευε με όλο του το κορμί.
-Αλίμονο μας! Θα μας πιάσει ο Κινέζος.....
-Εγώ ξέρεις τι λέω;....ρώτησε ο καθαριστής. Να χωθούμε σ' εκείνο το βάζο, στη γωνιά. Έχει λεβάντα και αλάτι μέσα. Θα είμαστε μαλακά κι αν έρθει ο Κινέζος θα του ρίξουμε αλάτι στα μάτια.
-Όχι δεν έχουμε άλλη εκλογή πρέπει να φύγουμε...το κινέζικο βάζο και ο Κινέζος, κάποτε ήταν αρραβωνιασμένοι, και όλο και κάποια σπίθα θα έχει μείνει από την παλιά αγάπη τους.
-Δε φοβάσαι λοιπόν να ξεκινήσεις μαζί μου, να δεις τον κόσμο παραέξω;...τη ρώτησε.
Σκέφτηκες πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος, και ότι ποτέ ξανά δεν θα μπορούμε να γυρίσουμε εδώ;
-Ναι! ...απάντησε εκείνη στα γρήγορα..
-Ο δρόμος μου περνάει μέσα από μπουριά και σόμπες, μέσα από στάχτες και καμινάδες.Έχεις το θάρρος;.. Αν το έχεις τότε έλα μαζί μου, γιατί ο μόνος δρόμος διαφυγής, είναι να φτάσουμε πολύ ψηλά. Εκεί που κανένας δεν θα μπορέσει να μας φτάσει.
Και την οδήγησε στο πορτάκι της σόμπας.
-Τι σκοτεινά που είναι εδώ μέσα...είπε η κοπέλα.
Ωστόσο τον ακολούθησε, όχι μόνο στη σόμπα, αλλά και στα μπουριά, που το σκοτάδι ήταν ακόμα μεγαλύτερο.
-Τώρα φτάνουμε στην καμινάδα, ....της είπε. Βλέπεις εκείνο το αστέρι; Από εκείνη τη τρύπα θα βγούμε και θα γνωρίσουμε τον κόσμο.
Πραγματικά ένα αστέρι έλαμπε, λες και τους έδειχνε τον δρόμο. Η βοσκοπούλα και ο καθαριστής, σκαρφάλωναν ο ένας πίσω από τον άλλο, και εκείνος την κρατούσε διαρκώς, λέγοντας της κάθε φορά πού να βάλει το πορσελάνινο ποδαράκι της. Έτσι φτάσανε στη κορφή, και κάθισαν στο περβάζι να ξεκουραστούν.
Πάνω τους απλωνόταν ο ουρανός, και κάτω τους οι στέγες όλης της πολιτείας. Έβλεπαν μακριά ένα μεγάλο κόσμο να απλώνεται μπροστά στα μάτια τους.
Η καημένη η βοσκοπούλα, δεν είχε φανταστεί τον κόσμο τόσο μεγάλο, και κρύο, και ξένο. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του καλού της, κι έβαλε τα κλάματα. Τόσο πολύ έκλαιγε, που ξεκόλλησε το χρυσάφι από τη ζώνη της.
-Πόσο μεγάλος είναι ο κόσμος!...φοβάμαι, ....αχ! και να ήμουνα πίσω στο τραπέζι μου, κάτω από τον καθρέφτη!.. Εκεί ήμουν ευτυχισμένη, και καθαρή. Τώρα που σε ακολούθησα, σκέφτομαι ότι αν με αγαπάς, πρέπει να με ξαναπάς πίσω.
Ο καθαριστής της θύμισε τον Κινέζο, τον κατσικοπόδαρο, αλλά εκείνη με τα φιλιά της τον κατάφερε, να της κάνει το χατήρι. Της είπε μόνο:
-Σε ρώτησα αν είσαι έτοιμη να με ακολουθήσεις, και αν το σκέφτηκες καλά, και μου απάντησες ναι!
Δεν πρέπει ποτέ να αποφασίζεις επιπόλαια, ούτε να σκέφτεσαι βιαστικά.
Μπήκαν πάλι στην καμινάδα, και άρχισαν να κατεβαίνουν από τα μπουριά και τους σωλήνες.
Κουραστικό ταξίδι!
Τελικά, έφτασαν στο πορτάκι της σόμπας, και σταμάτησαν να ακούσουν τι γίνεται μέσα. Όλα ήταν ήρεμα. Κοίταξαν με προσοχή, και ξαφνικά....ωχ!... ο Κινέζος, ήταν στο πάτωμα. Και ο δόλιος ήταν σπασμένος σε τρία κομμάτια. Φαίνεται προσπάθησε να τους κυνηγήσει, και έπεσε και έσπασε.
Ολόκληρη η πλάτη του είχε κοπεί. Και το κεφάλι του είχε κυλήσει στη γωνιά. Ο κατσικοπόδαρος, στεκόταν βυθισμένος στις σκέψεις του.
-Φοβερό! Ο παππούς έγινε κομμάτια, και φταίμε εμείς γι' αυτό! Αχ! ...δεν θα μπορέσω να αντέξω αυτή την τραγωδία!...Τελικά το κατάλαβα, έπρεπε να μείνουμε και να αγωνιστούμε εδώ! Σε παρέσυρα και φύγαμε, δείχνοντας δειλία, και δεν σκέφτηκα τις συνέπειες της επιλογής μου!
-Μη κάνεις έτσι αγάπη μου!.... Θα δεις όλα θα φτιάξουν! Θα τον κολλήσουν τον παππού και θα γίνει σαν και πρώτα. Θα τον πάνε στον τεχνίτη, και θα του βάλει καρφί, και θα γίνει καινούργιος.
-Αχ!...μακάρι. Γιατί δεν έρχεται κάποιος;
Την άλλη μέρα, πράγματι η υπηρέτρια, πήρε τον Κινέζο και τον πήγε στον μάστορα, ενόσω απορούσε πώς στο καλό βρέθηκε στο πάτωμα. Κι ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει, ενώ είχε καθαρίσει, πώς η βοσκοπούλα και ο καθαριστής ήταν τόσο βρώμικοι.
Ο Κινέζος φτιάχτηκε, και ξαναπήρε τη θέση του. Ο κατσικοπόδαρος μόλις τον είδε, τον ρώτησε:
-Θα την πάρω την εγγονή σου, γυναίκα μου; Από τότε που γύρισες έγινες πολύ περήφανος...
Ο Κινέζος όμως έμεινε ασάλευτος, γιατί δεν ήθελε να δείξει σε έναν ξένο, ότι μια βίδα υπήρχε στο κεφάλι του, και δεν μπορούσε πια να το κουνήσει.
Κι έτσι όλα έγιναν όπως πριν, ήσυχα. Το ζευγάρι ζούσε μαζί, ο παππούς στην άλλη μεριά του τραπεζιού, και ο κατσικοπόδαρος που τους άφησε ήσυχους πλέον, στην κορυφή , πάνω στο ερμάρι.



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...