Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Το τέρας που μας στοίχειωσε!!...



Σε μια μικρή πόλη της Γερμανίας, ένα πρωινό, λίγο πριν την αυγή, μια μεγάλη άσπρη κουκουβάγια, μπήκε στη σιταποθήκη ενός κατοίκου της πόλης.
Κυνηγούσε ποντίκια, μια και τρελαινόταν για τα παχουλά αυτά πλάσματα, μπήκε στη σιταποθήκη που ήταν γεμάτη από το αγαπημένο της φαγητό.
Είχε κιόλας ξημερώσει όταν χόρτασε επιτέλους τη πείνα της.
Όμως, μια και δεν αγαπούσε το φως, αποφάσισε να περάσει τις ώρες της ημέρας, σε ένα αναπαυτικό δοκάρι, στο σχεδόν πιο σκοτεινό σημείο της αποθήκης.
Έξω από τη σιταποθήκη, ο ήλιος είχε ανατείλει για καλά και οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να ξυπνούν.
Σε λίγο, ήρθε ένας υπηρέτης στη σιταποθήκη, να πάρει λίγο σανό για τα άλογα του αφεντικού του.
Καθώς τον μάζευε, είδε ξαφνικά τα γυαλιστερά μάτια της κυρίας κουκουβάγιας που φέγγανε στο μισοσκόταδο της σιταποθήκης. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, κι έφυγε τρέχοντας, κλείνοντας την πόρτα.
Καθώς έτρεχε στο δρόμο, συνάντησε το αφεντικό του, την ώρα που έβγαινε από το σπίτι του.
-Αφεντικό....αφεντικό....φώναξε τρομοκρατημένος...Υπάρχει ένα τέρας στη σιταποθήκη. Όταν άνοιξα τη πόρτα, είδα τα μάτια του να με κοιτάζουν. Φαίνεται να είναι σωστός γίγαντας, γιατί τα μάτια του ήταν πολύ πιο ψηλά από το κεφάλι μου.
Το αφεντικό ήξερε, ότι ο υπηρέτης ήταν δειλός και φοβόταν τις νυχτερίδες, κι ακόμα πως μπορούσε να το βάλει στα πόδια, βλέποντας την ίδια τη σκιά του.
-Δεν ξανάκουσα τέτοια παραμύθια...είπε...θα πάω να δω το τέρας ο ίδιος.
Μα όταν άνοιξε τη πόρτα της σιταποθήκης, και είδε τα μάτια της κουκουβάγιας να λάμπουν στο σκοτάδι, τρόμαξε τόσο, όσο κι ο υπηρέτης του, και πήγε να φωνάξει τους γείτονες του.
-Βοήθεια...βοήθεια...φώναξε...Ελάτε γρήγορα..Υπάρχει ένα φοβερό τέρας στη σιταποθήκη μου.
Αμπάρωσα την πόρτα, αλλά δεν τολμώ να σκεφτώ, τι μπορεί να γίνει αν την ανοίξει.
Θα καταστρέψει σίγουρα όλη τη πόλη!....
Όλοι οι γείτονες, τον ακολούθησαν στην σιταποθήκη, άντρες, γυναίκες, παιδιά, οπλισμένοι με τσεκούρια, σφυριά και δίκρανα.
Έπειτα αφού τους έβαλε στη γραμμή, βάδισε μαζί τους προς το μεγάλο τέρας.
-Εμπρός, μαρς!...αριστερά!..δεξιά!.. αλτ!..
Η σιταποθήκη πλέον ήταν περικυκλωμένη.
Ποιος όμως, τολμούσε να ανοίξει τη πόρτα της; Όταν ο δήμαρχος ζήτησε εθελοντές, έπεσε τόση σιωπή, που άκουγες και την πνοή του αέρα. Όλοι στέκονταν αγάλματα, κοιτώντας μπροστά τους, μη τολμώντας να κουνήσουν, ούτε ένα βλέφαρο, από φόβο μήπως θεωρηθεί σημάδι, ότι δέχονται.
Τότε ένας δημοτικός σύμβουλος γέρος και πολύ αδύνατος, είπε ότι κάποιος με δημόσιο αξίωμα έπρεπε να δώσει το παράδειγμα στους πολίτες.
Γι' αυτό αποχαιρέτησε το δημοτικό συμβούλιο, άνοιξε τη πόρτα και προχώρησε ένα βήμα στη σιταποθήκη. Ξαφνικά πετάχτηκε έξω αφήνοντας μισόκλειστη τη πόρτα, ωχρός σαν νεκρός, και τόσο τρομοκρατημένος που δεν μπορούσε να πει τι είδε.
Τότε ο Δήμαρχος αποφάσισε να καλέσει τους κατοίκους της πόλης σε πολεμικό συμβούλιο.
Στη συγκέντρωση επικράτησε ενθουσιασμός και πολύς θόρυβος, αλλά δεν έγινε καμία πρακτική υπόδειξη, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν το τέρας, ή για να λέμε την αλήθεια, για το ποιος θα το αντιμετώπιζε, ώσπου ένας γεροδεμένος άνδρας, σηκώθηκε και μίλησε.
Ο άνδρας αυτός ήταν σε μεγάλη εκτίμηση για την τόλμη και το θάρρος του.
-Για να απαλλαγούμε από το τέρας, χρειάζονται άνθρωποι με πείρα...είπε. Πολέμησα πολλούς εχθρούς, και θα αντιμετωπίσω κι αυτόν. Φέρτε μου μια πανοπλία, ένα δόρυ κι ένα σπαθί.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε και παίνεσε το θάρρος του. Καταλάβαιναν ότι κάποιος έπρεπε να προσπαθήσει να νικήσει το τέρας. Ήταν λυπηρό το ότι αυτός ο γενναίος θα ριψοκινδύνευε τόσο, αλλά από την άλλη μεριά, ποιος άλλος θα είχε μια ελπίδα να νικήσει;
Ο γενναίος φόρεσε την πανοπλία, πήρε στο ένα χέρι το δόρυ και στο άλλο το σπαθί, και διέταξε να του ανοίξουν διάπλατα την πόρτα.
Όλη αυτή η φασαρία, και το έμπα-έβγα, ενόχλησαν την κουκουβάγια, που πέταξε σε ένα ακόμα ψηλότερο δοκάρι, ελπίζοντας ότι θα την ενοχλήσουν λιγότερο. Ο άνδρας με την πανοπλία είδε τα μάτια της που έλαμπαν αλλά δεν μπορούσε να την φτάσει.
-Φέρτε μου μια ανεμόσκαλα....διέταξε.
Με τη βαριά πανοπλία του, ανέβαινε με δυσκολία την ανεμόσκαλα.
Καθώς πλησίαζε, η κουκουβάγια ενοχλημένη από τις φωνές και το φως που ερχόταν απέξω, άρχισε να χτυπά τις φτερούγες της, και να στριφογυρίζει τα μάτια της, ακόμα και να τσιμπά με το ράμφος της.
-Σκότωσε το, ...σκότωσε το το τέρας...φώναζε το πλήθος.
Οι φωνές της κουκουβάγιας μέσα στην άδεια σχεδόν σιταποθήκη, ακούγονταν  παράξενα και απόκοσμα.
Ο γενναίος πολεμιστής τρομοκρατήθηκε από την υπερφυσική φωνή, έπεσε από την ανεμόσκαλα και έμεινε λιπόθυμος. Χρειάστηκαν τέσσερις άνδρες για να τον σηκώσουν.
-Κλείστε τις πόρτες,....κλείστε τις πόρτες...φώναζε το πλήθος, όταν τον έβγαλαν σώο.
Εκείνοι που ήταν κοντά στις πόρτες, έλεγαν διάφορα, για τα όσα συνέβησαν μέσα.
Κάποιοι είπαν ότι το τέρας ήταν μεγάλο σα σπίτι. Μήπως δεν είχε πληγώσει τον γενναιότερο και δυνατότερο άνδρα της πόλης; Και μάλιστα μόνο με την αναπνοή του.
-Πώς θα σώσουμε την πόλη από ένα τόσο φοβερό πλάσμα;...ρώτησαν.
Θα γινόταν πανικός, αν ο Δήμαρχος δεν ανέβαινε σε ένα παλιό κάρο που βρισκόταν στο δρόμο και δεν τους ησύχαζε.
-Ακούστε με συμπολίτες...μόνο ένα πράγμα μπορούμε να κάνουμε...να κάψουμε τη σιταποθήκη και μαζί και το φοβερό τέρας. Ο ιδιοκτήτης της θα αποζημιωθεί γι αυτήν και για το σανό και το άχυρο που είναι μέσα, από το δημοτικό ταμείο. Γρήγορα λοιπόν να της βάλουμε φωτιά.
Στο μεταξύ, η κουκουβάγια φοβερά ενοχλημένη από όλη τη φασαρία, πήδηξε σε ένα μικρό παράθυρο στην οροφή της σιταποθήκης, και πέταξε πέρα στο κοντινό δάσος. Εκεί κάθισε σε ένα σκοτεινό κλαδί ανάμεσα στα δέντρα και παρακολουθούσε ένα πλήθος κόσμου να βάζει φωτιά και να καίει μια σιταποθήκη, μαζί με το τέρας που έβαλε σε κίνδυνο ολόκληρη πόλη.
Έκατσε μάλιστα στο κλαδί της και ούτε κουνήθηκε από εκεί, ενόσω όλοι ήταν ενθουσιασμένοι και έδιναν συγχαρητήρια στο Δήμαρχο, που έσωσε τη πόλη τους και που με τη σοφή του απόφαση έμεινε στην ιστορία.



Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Το παράδειγμα του κότσιφα!!!




Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας γέρος που είχε δύο παιδιά.
Χήρεψε νωρίς, ωστόσο τα μεγάλωσε με κόπο, τα ανάθρεψε και τα έκανε ολόκληρους άντρες.
Στη συνέχεια τα πάντρεψε, και τα νοικοκύρεψε, κρατώντας μονάχα για τον εαυτό του, το σπιτάκι που έμενε, και ένα χωράφι κοντά στο χωριό.
Τα παιδιά του πήγαιναν και τον έβλεπαν κατά διαστήματα, όταν μπορούσαν δηλαδή να ξεκλέψουν λίγο χρόνο ανάμεσα στις υποχρεώσεις τους.
Το χωράφι αυτό ήταν η ασχολία του πατέρα.
Το ξεχορτάριαζε και το έσκαβε το καλοκαίρι,  το έσπερνε το χειμώνα,  και στη συνέχεια μάζευε το στάρι της χρονιάς του. Από αυτό ζούσε την κάθε ημέρα του και επιβίωνε.
Τα χρόνια περνούσαν, και η φροντίδα του χωραφιού γινόταν όλο και πιο δύσκολη και επίπονη για το γερασμένο κορμί του.
Άμα παραγέρασε και δεν μπορούσε πια να δουλεύει, φώναξε ένα γείτονα, και του έκανε την εξής πρόταση:
-Σου δίνω το χωράφι να το σπέρνεις, αρκεί να μου δίνεις εμένα τα μισά, ώστε να ζω. Βλέπεις μου είναι δύσκολο πια να το δουλεύω εγώ.
-Εντάξει!...είμαστε σύμφωνοι.. του απάντησε ο γείτονας.
Πήρε το χωράφι αυτός. Και στον γέρο πατέρα έδινε το στάρι που χρειαζόταν.
Ο γείτονας όμως είχε και γίδια και κατσίκες. Τις έδενε λοιπόν κι αυτές στο χωράφι να βόσκουν.
Καμιά φορά, άφηνε και το γάιδαρο του εκεί.
Κάποτε περνώντας από εκεί τα παιδιά του γέρου, έβλεπαν τα ζωντανά μέσα στο χωράφι και μονολογούσαν.

-Αχ δεν το έδινε ο πατέρας μας σε μας το χωράφι, αλλά πρέπει να βλέπουμε ένα ξένο μέσα!
Περνούσαν μετά από τον πατέρα τους και στενοχωρούσαν τον γέροντα, λέγοντας και ξαναλέγοντας να δώσει σε αυτούς το χωράφι.
Τέλος ο γέρος δεν άντεξε και τους λέει:
-Θα σας το δώσω. Να πάτε όμως πρώτα να βρείτε έναν κότσυφα με τη φωλιά του, να μου τη φέρετε και έπειτα θα σας το δώσω.
Κίνησαν λοιπόν οι γιοι του, ψάχνοντας εδώ κι εκεί, να βρουν τη φωλιά. Κάποια στιγμή τη βρήκαν με αβγά που μόλις είχαν σκάσει, και πιάνοντας και τη μάνα, πήραν και τη φωλιά και την πήγαν στον πατέρα τους.
Ο γέρος τους είπε:
-Θα πάτε τώρα και θα κάμετε κι ένα κλουβί.
Πήγαν έφτιαξαν το κλουβί και το πήγαν και αυτό στον πατέρα τους.
Ο γέρος έβαλε τη φωλιά με τα μωρά μέσα στο κλουβί, αμόλησε τη μάνα, και κρέμασε το κλουβί στο παράθυρο.

Η μάνα που δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τα παιδιά της, τους κουβάλαγε συνεχώς φαγητό και δεν έλεγε να απομακρυνθεί από το κλουβί. Τα τάιζε, και τα έκανε μεγάλα.
Τότε ο γέρος, έπιασε τη μάνα, την έχωσε στο κλουβί και αμόλησε τα παιδιά της.
Μόλις αμόλησε τα πουλιά, αυτά έδωσαν ένα πέταγμα δειλό αρχικά, και στη συνέχεια κατόρθωσαν να πετάξουν. Φρ..φρ...και εξαφανίστηκαν πετώντας.
Πού να γυρίσουν πίσω! Ξέχασαν και τη μάνα, που χωρίς φαγητό, ψόφησε σε τρεις ημέρες.
Το βράδυ ήρθαν πάλι οι γιοι στον γέρο, για να δουν τι απόγινε και για να πάρουν το χωράφι.
-Έ....άντε πατέρα...! Την επιθυμία σου την εκτελέσαμε! Δώσε μας τώρα το χωράφι...
Και ο γέρος πατέρας τους τους απαντάει:
-Πηγαίνετε να δείτε πώς ανταπόδωσαν τη φροντίδα στον κότσυφα τα παιδιά της!
Την άφησαν να ψοφήσει! Κι επειδή κάτι τέτοιο δεν θα ήθελα να μου κάνετε κι εσείς, ...χωράφι δεν παίρνετε!.....


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...