Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Το λαγουδάκι ο Σκαλιστήρης!!!



Και βέβαια ήταν καλό παιδί το Λαγουδάκι.
Όμως να! Νόμιζε πια ότι είχε μεγαλώσει. Ενώ ήταν μικρούλι. Τοσοδούλι.
Και έπαιρνε το μεγάλο κουτάλι για τη σούπα του. Και πλατς!! Χυνόταν η σούπα στο ρούχο του. Και γινόταν το Λαγουδάκι, σουποπεριχυμένο.
Και έπαιρνε το μεγάλο πηρούνι για το φαγητό του. Κι ερχόταν η πηρουνιά, ίσια στη μύτη του.
Άσε που ήθελε να περπατά με της μητέρας του τις παντόφλες! Του άρεσε ακόμα να φορά του πατέρα του το παντελόνι.
Κι έπαιρνε κάτι κουτρουβάλες! Μα τι κουτρουβάλες!
Αμ που ήθελε να τα ξέρει όλα τα του σπιτιού, όπως τα ήξερε η μητέρα του;
Τι έβαλε η μανούλα σ' εκείνο το κουτί; Και γιατί προσεκτικά το έκλεισε;
Τι μαγείρευε; Ήθελε να δει!
Ανέβαινε λοιπόν στο σκαμνί, πηδούσε πάνω στο τζάκι, ξεσκέπαζε τη κατσαρόλα...
Ωχ! Ωχ! Έκαιγε το καπάκι της κατσαρόλας! Κι έβαζε τις φωνές ο τοσοδούλης.
-Μαμά, τρέξε!...
Αληθινός Σκαλιστήρης, αυτό το Λαγουδάκι, όλα ήθελε να τα σκαλίζει.
Και λοιπόν εκείνη τη μέρα, κάτι ετοίμαζε η μητέρα. Το έκλεισε σε ένα βάζο. Ναι! Ναι! Και το έβαλε στο ράφι της κουζίνας. Εκεί ψηλά! Τόσο, τόσο ψηλά!
Ο Σκαλιστήρης ήθελε να δει. Τι ήταν αυτό εκεί ψηλά;
Του χρειαζόταν μια σκάλα, για να φθάσει εκεί πάνω. Δεν είχε όμως.
Ε! Θα έφτιαχνε μόνος του μια σκάλα.
Έσπρωξε λοιπόν τη καρέκλα της κουζίνας, κάτω ακριβώς από το ράφι όπου βρισκόταν το βάζο.
Πάνω στη καρέκλα, έβαλε ένα σκαμνί. Πάνω στο σκαμνί, ένα μαξιλάρι.
Και πηδώντας, έβαλε πάνω σε αυτό ένα μικρότερο μαξιλάρι.
Πάνω στο μικρό, έβαλε το σάλι της μητέρας του, αφού το δίπλωσε δύο με τρεις φορές.
Ω! Τι ωραία σκάλα! Πόσα σκαλοπάτια είχε!
Ανέβαινε και κατέβαινε ο Σκαλιστήρης, για να ετοιμάσει αυτή τη σκάλα.
Πολλή η δουλειά. Είχε λαχανιάσει.
Όμως θάρρος!! Άλλο ένα σκαλοπάτι και η σκάλα θα ήταν έτοιμη.
Κοίταξε ολόγυρα τη κουζίνα.
Είδε ένα κατσαρόλι, και αμέσως το άρπαξε. Ένα-ένα ανέβηκε τα σκαλοπάτια της πανέμορφης αυτής σκάλας.
Έβαλε πάνω στο σάλι της μητέρας του το κατσαρόλι.
Τώρα; Τώρα να πηδήσει!
Και πήδησε ο Σκαλιστήρης, και νάτος στο ράφι βρίσκεται.
Μα το ένα του πόδι καθώς πήδηξε, τράβηξε το χερούλι της κατσαρόλας, κι έπεσε αυτή, μπλατς! - στο πάτωμα. Και έκανε τόσο θόρυβο η ανόητη!
Και μόνο αυτό;
Η κατσαρόλα τράβηξε μαζί της το σκαλοπάτι όπου αυτή βρισκόταν.
Και το σκαλοπάτι αυτό, τα άλλα δύο σκαλοπάτια.
Και φυσικά άκουσε το θόρυβο η μητέρα. Κι έτρεξε στη κουζίνα.
Και τι να δει;
Τι είδε;
Είδε στο πάτωμα της κουζίνας το καλό της το σάλι, συντροφιά με τη κατσαρόλα, και με τα δύο μαξιλάρια του καναπέ.
Κι εκεί ψηλά; Στο ράφι;
Εκεί ψηλά στο ράφι, ... ο Σκαλιστήρης!...




Μια ιστορία που αγγίζει τη παιδική καρδιά με κέφι της ''Πηνελόπης Μαξίμου''


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Μια έξυπνη κυρά-κότα!!


Ξύπνησε τρομαγμένη, η κυρά Κότα. Γιατί στον ύπνο της της είπε κάποιος ότι το χωριό θα καταστραφεί!
-Να φύγω σκέφτηκε, κάπου να κρυφτώ για να σωθώ..
Βγήκε στο δρόμο κι αρχίζει να τρέχει.
-Ε!!!.. πού πηγαίνεις; ..τόσο βιαστικά;...της φώναξε ο πετεινός ο κυρ-Κοκορίκος.
-Α!!...πηγαίνω μακριά, στη ξενητιά. Το χωριό θα καταστραφεί. Το είδα στον ύπνο μου. Γι' αυτό και λέω ότι είμαι τυχερή.
- Τι μου λες!..απάντησε ο πετεινός. Έρχομαι κι εγώ για να σωθώ.
Έτρεχε λοιπόν η Κότα, έτρεχε στο κατόπι της ο πετεινός ο ομορφονιός.
-Ε! πού πάτε; φώναξε η πάπια η πλουμιστή.
-Πάμε μακριά, είπε ο πετεινός, γιατί το χωριό θα καταστραφεί, θα χαθεί.
-Παπαπά!...τι μου λες; Μιλάς σοβαρά;
-Ναι το ξέρω καλά. Μου το είπε η κυρά Κότα. Στον ύπνο της το είδε και είναι τυχερή.
-Α!! μα τότε έρχομαι κι εγώ μαζί.
Έτρεχε λοιπόν η Κότα η τυχερή, έτρεχε και ο πετεινός ο ομορφονιός, έτρεχε από πίσω τους η πάπια η πλουμιστή.
-Ε!!..πού πάτε; φώναξε η χήνα η ασπρουλή.
-Πάμε μακριά..είπε η πάπια. Γιατί το χωριό θα χαθεί. Θα καταστραφεί. Θα πέσουν κεραυνοί.
-Χοχοχό!!...τι λέτε; Και είναι σωστό;
-Ναι. Μου το είπε ο πετεινός. Ο κυρ-Κοκορίκος.
-Και πού το ξέρει;
-Του το είπε η κυρά Κότα η τυχερή.
-Και πού το ξέρει;
-Το είδε στον ύπνο της, επειδή είναι τυχερή.
Έτρεχε λοιπόν η κότα η τυχερή, έτρεχε ο πετεινός ο ομορφονιός, έτρεχε η πάπια η πλουμιστή, έτρεχε η χήνα η ασπρουλή.
Και να ο λαγός. Ο κυρ-Λαγός είχε βγει να βρει τροφή. Ήταν πάντα βραδινός.
-Ε!!..πού πηγαίνετε;..φώναξε
-Πάμε μακριά...είπε η κυρά Χήνα
-Και γιατί;
-Γιατί το χωριό μας θα καταστραφεί. Θα χαθεί. Θα πέσουν απανωτοί κεραυνοί. Θα ξεχειλίσουν οι ποταμοί. Θα γίνει κακό μεγάλο σου λέω! Θα χαθούν τα πάντα. Μαύρα θα γίνουν. Πίσσα!!Κατράμι!
Από δέντρα δε θα μείνει τίποτα! Από σιτηρά, στάρι, κριθάρι, δε θα μείνει ούτε μια σταλιά!
-Και πώς το ξέρεις;..ρώτησε ο κυρ-Λαγός.
-Μου το είπε η κυρά Πάπια
-Και πού το ξέρει;
-Της το ο κυρ-Κοκορίκος
-Και πού το ξέρει;
-Του το είπε η κυρά Κότα
-Και πού το ξέρει;
-Το είδε στον ύπνο της, επειδή είναι τυχερή. Και όλοι εμείς πηγαίνουμε πολύ μακριά. Στην ξενιτιά. Θέλουμε να κρυφτούμε για να σωθούμε.
-Έρχομαι κι εγώ μαζί σας, ..είπε ο Λαγός. Θέλω κι εγώ να κρυφτώ και να σωθώ.
Έτσι λοιπόν έτρεχε η Κότα η τυχερή, έτρεχε στο κατόπι της ο πετεινός ο κυρ Κοκορίκος ο ομορφονιός, έτρεχε η πάπια, η κυρά Πάπια η πλουμιστή, έτρεχε η χήνα, η κυρά Χήνα η ασπρουλή, κι έτρεχε στο κατόπι της και λαγός, ο βραδινός.
Να και η αλεπού.
Εκείνη η πονηρή με τη μουσούδα τη σουβλερή. Θα τη ξέρετε βέβαια.
-Έ!! πού πάτε; ..φώναξε..
-Πάμε μακριά..είπε ο κυρ Λαγός. Γιατί το χωριό μας θα χαθεί. Θα καταστραφεί, δε θα μείνει ούτε ψυχή. Θα ξεπετάγονται από παντού φωτιές, θα φτάνουν χίλια μέτρα ψηλά, δυο χιλιάδες στα ψηλά. Βάλε με το νου σου!
-Και πηγαίνετε όλοι μαζί;
-Ναι, απάντησε ο λαγός, ...πηγαίνουμε όλοι μαζί
Και είχαν όλοι σταματήσει να δουν την αλεπού, γιατί ήταν όμορφη.. Σγουρομαλλού, ξανθομαλλού. Είχε και πόδια λεπτά γεροδεμένα, φωνή γλυκειά, φουντωτή ουρά και κρατούσε τη ματιά της χαμηλωμένη, σαν να ήταν πολύ συλλογισμένη.
Και είπε με νάζι.
- Εμένα δε με νοιάζει βέβαια, κάνετε ότι θέλετε. Μα θα σας δώσω μια συμβουλή. Νομίζω ότι είναι καλή. Σωστή. Να δηλαδή έχετε αργήσει παιδιά μου, είναι βράδυ. Σε λίγο θα είναι νύχτα. Σκοτάδι, πίσσα. Ελάτε κοντά μου. Έχω ένα καλυβάκι, θα πιείτε λίγο νεράκι. Θα ξεκουραστείτε, και θα καλοκοιμηθείτε. Ε!..όλο και θα βρεθεί και λίγο φαγάκι. Και αύριο με το καλό, ξεκινάτε αν αγαπάτε.
Ω!!Εγώ έχω καλή καρδιά. Δεν λογαριάζω κόπο. Όχι σαν κάτι άλλους που από τα δικά τους, δε δίνουν ούτε σταλαγματιά.
Κι έτσι είναι που ξεκίνησαν όλοι μαζί, και μπήκαν όλοι στο καλύβι. Δηλαδή... η κυρά κότα η τυχερή, ο πετεινός ο κυρ-Κοκορίκος ο ομορφονιός, η πάπια η πλουμιστή, η χήνα η ασπρουλή, και ο κυρ-Λαγός ο βραδινός. Και πίσω τους και τελευταία η Αλεπού.
Όλοι μια συντροφιά, μια παρέα.
Κι έπεσαν όλοι σε ύπνο βαθύ. Ήταν κουρασμένοι, βλέπετε, ...εξαντλημένοι. Όλοι.
Α!... όχι όλοι. Κάποιος έμεινε ξυπνητός....Ποιος;
Να! Η νοικοκυρά. Αυτή με τη καλή καρδιά.
Και να! Η κυρά κότα ξύπνησε τη νύχτα ξαφνικά. Σα κάποιος θόρυβος να της ήρθε στ' αυτιά.
Σαν φσσφσσρφ...
-Κοτκοτκότ...μουρμούρισε. Τι είναι; Μήπως άρχισε το κακό; Μήπως χαλάει το χωριό;
Φώναξε τη νοικοκυρά.
- Κυρ- Αλεπού, τι είναι αυτά; Άκουσα καλά;
- Όχι, όχι! Κοιμήσου καλή μου, ήταν η αδελφή μου. Έφερε κάτι μεζεδάκια. Θα τα φάμε το πρωί. Τα φύλαξα καλά σε μεγάλο κουτί. Μήν ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ, για όλους αγρυπνώ. Και μη ξαναφωνάξεις, γιατί με ενοχλείς.
Έτσι είπε η κυρά Αλεπού.
Όμως, .. η κυρά κότα, που τη λένε όλοι κουτή, έκλεισε μόνο το ένα της μάτι. Το από κει. Το άλλο το κράτησε ανοικτό. Και είδε.....
Πω!...πω!...πω!... τι είδε!....
Τι γινόταν στο καλυβάκι; Σφαγή;
Κάτι αίματα εδώ....κάτι φτερά εκεί...
Και ποιον κρατούσε στα νύχια της η Αλεπού;
Τι κρατούσε και το ποδοπατούσε;
Κι έμπηξε η κότα φωνές απανωτές.
-Κοτκοτ κότ! Παιδιά ξυπνήστε!...  Προδοσία!..
Κι όλοι ξύπνησαν, και κοίταξαν γύρω τους, ..τους ήρθε απελπισία.. Δεν έχασαν καιρό....Πήδησαν από το παραθυράκι που ήταν ανοιχτό. Και τρεχάλα- τρεχάλα, πηλάλα- πηλάλα, έφτασαν στο χωριό.
Μόλις ξυπνούσε κι αυτό.
Ήταν ολόχαρο. Όλο γρασίδι, όλο λουλούδι. Όλο πρασινάδα. Και σε λίγο... να και ο ήλιος ο γλυκός ο πρωινός.


[παραμύθι: Πηνελόπη Μαξίμου]
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...