Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Πρώτη φορά Χριστούγεννα στο χωριό!

Χιόνιζε! Καθόλου παράξενο βέβαια για το χωριό. Σε τόσο υψόμετρο χιονίζει συχνά τα Χριστούγεννα. Μα φέτος είχε τα εγγόνια της μαζί. Ήθελε να περάσουν όμορφα και όχι κλεισμένα σε ένα μικρό σπίτι βλέποντας τηλεόραση, αν βέβαια ο καιρός το επέτρεπε να μείνουν στη θέση τους τα καλώδια της ΔΕΗ!
Τα σκυθρωπά προσωπάκια που υποδέχθηκε πριν δυο μέρες δεν φεύγουν από το νου της. Πρώτη φορά στα 9 και 7 τους χρόνια ο Αλέξανδρος και η Δανάη, θα γιόρταζαν χωρίς τους γονείς τους, που έφυγαν για ταξίδι στην Ευρώπη. Πρώτη φορά θα έκαναν Χριστούγεννα σε χωριό και όχι στο σπίτι τους που ήταν λαμπροστολισμένο, με όλα τα παιχνίδια τους εκεί και τους φίλους τους τριγύρω.
Γι αυτό θα έκαναν τα αδύνατα δυνατά να περάσουν τα εγγόνια τους αξέχαστα!
Εχθές στόλισαν και το δέντρο όλοι μαζί. Ο παππούς και η γιαγιά τραγουδούσαν προσπαθώντας να παρασύρουν τα μικρά που ακόμη δεν είχαν προσαρμοστεί.
Για ντυθείτε καλά, είπε ένα πρωινό η γιαγιά. Μπορούμε να φτιάξουμε το χιονάνθρωπό μας στη βεράντα. 


πηγή



Με τα γάντια τους μουσκεμένα και τον παππού και τη γιαγιά μαζί, μάζεψαν ένα σωρό χιόνι και έφτιαξαν δυο όμορφες μπάλες.Έτοιμο το σώμα! Το καπέλο του παππού ήταν ό,τι έπρεπε για τον Μηνά, έτσι τον βάπτισε ο Αλέξανδρος που του θύμιζε, τον επιστάτη του σχολείου τους!Μάτια, μάτια, τι να βάλουμε για μάτια;χοροπηδούσε η γιαγιά ψάχνοντας -τάχα μου- γύρω της και παρασύροντας τα παιδιά να χοροπηδάνε γελώντας. Δυο καρύδια τελικά έγιναν τα μάτια και ένα καρότο η μύτη. Τα χείλη να τα φτιάξουμε χαμογελαστά είπε η Δανάη. Η εσάρπα, παλιά πλεκτή της γιαγιάς, στόλισε το λαιμό του Μηνά και κουμπιά μπήκαν στο άσπρο του κουστούμι. Να του δώσουμε κάτι να κρατάει είπε ο παππούς. Ας του δώσουμε τη μικρή σκούπα της αυλής να σκουπίζει το χιόνι, τι λέτε;Γέλασαν όλοι μαζί και καμάρωσαν το Μηνά να στέκεται στητός στη βεράντα και να τους χαμογελά.
Ο παππούς γέμισε με φωτάκια τη βεράντα, ώστε το βράδυ να έχει φως ο Μηνάς και να μη φοβάται μόνος έξω!
Τα απογεύματα κοντά στο τζάκι η γιαγιά και ο παππούς έσπαζαν καρύδια και τα έτρωγαν όλοι μαζί με μέλι λέγοντας ιστορίες του χωριού που δεν είχαν ακούσει ποτέ τα παιδιά.
Φα ντά σμα τα; Στοι χειω μέ να σπίτια; Υπήρχαν και στο χωριό; Μόνο στα κινούμενα σχέδια τα είχαν δει. Ο παππούς τους υποσχέθηκε ότι θα επισκεφθούν ένα σπίτι- φάντασμα μαζί, ''δεν πιστεύω να φοβάστε ε'';
Ο Αλέξανδρος και η Δανάη περίμεναν ανυπόμονα τον καιρό να φτιάξει για να δουν αυτό το φάντασμα. Θα το έλεγαν στους φίλους τους στη Αθήνα και δεν θα τους πίστευαν!
Εν τω μεταξύ, έκοψε τις σκέψεις τους ο παππούς, ''αύριο θα πάμε να επισκεφθούμε τα σπίτια που ζουν μόνοι τους κάποιοι ηλικιωμένοι να δούμε αν χρειάζονται κάτι, εντάξει; ''
Την άλλη μέρα το πρωί και ενώ ο ήλιος πάγωνε το χιόνι που είχε καλύψει τα πάντα, ο παππούς πήρε τα εγγόνια του πάνω στο μουλάρι του γείτονα και πήραν τον ανοιγμένο δρόμο από τα μηχανήματα, για τα σπίτια των μοναχικών γερόντων.
Φοβερό το θέαμα πάνω από το ζώο για τη Δανάη και τον Αλέξανδρο! Ο καλπασμός αλησμόνητος και το χιόνι που κάλυπτε τα πάντα ήταν πρωτόγνωρες ομορφιές γι αυτά.







πηγή


Κατέβαιναν σε καθένα από τα γειτονικά σπίτια, ρωτούσαν τι χρειάζονταν, ψωμί που μπορεί να είχε τελειώσει- η γιαγιά είχε ψήσει αρκετά καρβέλια στο φούρνο με τα ξύλα-, αβγά από τις κότες της γιαγιάς, ξύλα για τη σόμπα που τα κουβαλούσαν μέσα στο σπίτι για να μη βγει ο γέροντας στο κρύο, κάποιος ήθελε πετρέλαιο για τη λάμπα του μπας και κοπεί το ρεύμα, ό,τι μπορούσαν να φέρουν από το δικό τους σπίτι και έλειπε από τους συγχωριανούς τους.
Έκαναν πολλά πήγαινε -έλα με πράγματα στο καλάθι και τα έδιναν με χαρά και ευχές στους μοναχικούς παππούδες ή γιαγιάδες. Τι άσχημο που είναι να είσαι μόνος, είπε ο Αλέξανδρος. Ήξερε ότι οι δικοί του παππούδες έρχονταν κάθε χρόνο στην Αθήνα για τις γιορτές, αλλά φέτος προτίμησαν να πάνε τα παιδιά εκεί. Ήξερε επίσης ότι η γιαγιά και ο παππούς τους ήταν νέοι ακόμη, τι θα γινόταν αν γερνούσαν και άλλο; Πόσο στενοχωριόταν να σκέφτεται γεράκο τον παππούλη του και γιαγιούλα τη γιαγιά που χοροπηδούσε!
Ο ατμός που έβγαινε από το στόμα των παιδιών δήλωνε το κρύο που επικρατούσε αν και ήταν ντυμένα σαν δυο μικρά ντολμαδάκια όπως τα έλεγε η γιαγιά. Τα μάτια τους όμως έλαμπαν από την πρωτόγνωρη εμπειρία . Το χιόνι που κάτασπρο σκέπαζε τα πάντα, το μουλάρι που για πρώτη φορά ίππευσαν, αλλά και η βοήθεια στους άλλους ανθρώπους, τα ενθουσίασαν και έδειχναν ότι απολάμβαναν αυτήν την ''πρώτη φορά Χριστούγεννα στο χωριό''. ''Πω πω αν το μάθαινε η μαμά σας πού πήγατε σήμερα'', τους είπε η γιαγιά ενώ τα βοηθούσε να φορέσουν καθαρά και στεγνά ρούχα!
Τα Χριστούγεννα πήγαν στην Εκκλησία. Ποτέ δεν πήγαιναν στην Αθήνα. Ξυπνούσαν και άνοιγαν τα δώρα τους. Εδώ στο χωριό όμως ήταν διαφορετικά. Φόρεσαν τα καλά τους ρούχα και ζεστά ντυμένα με τις μπότες τους πήγαν με τα πόδια στην Εκκλησία. Το φαγητό ψηνόταν στο φούρνο με τα ξύλα, είχαν βοηθήσει τη γιαγιά να βάλει ξύλα να καίει το φούρνο με τα πυρότουβλα. ''Γιατί δεν ψήνεις γιαγιά στην ηλεκτρική κουζίνα''; ρώτησε η Δανάη.'' Όταν φας το φαγητό θα καταλάβεις'' και πράγματι τόσο νόστιμο δεν είχε ξαναφάει!! Λες να είναι από τα ξύλα η νοστιμιά;
Άναψαν τα κεριά τους στην Εκκλησία και ''μην τα σβήσετε'' είπε η γιαγιά.'' Θα κάνουμε σταυρό στην πόρτα μας, μην έλθουν οι καλικάντζαροι και μας ανακατέψουν το σπίτι ''.Καλικάντζαροι; Άλλο και τούτο ...



΄πηγή


Μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, άνοιξαν τα δώρα τους. Παιχνίδια και ρούχα τους είχαν αγοράσει η γιαγιά και ο παππούς. Μα παιχνίδια διαφορετικά, με φάρμες και ζώα που τώρα ήξεραν πολλά γι αυτά.
Το βράδυ κοντά στο τζάκι είχε σειρά η ιστορία των καλικάντζαρων. Εντάξει δεν φοβόντουσαν, κατάλαβαν ότι δεν ήταν αλήθεια, το είπε ο παππούς, απλά έθιμο ήταν δηλ τι πάει να πει έθιμο; Για καλό και για κακό ας έχουν το νου τους μπας και ακούσουν θόρυβο στα κεραμίδια. Ο παππούς θα ξέρει πώς να τους διώξει!
Σε 4 μέρες μια αχνή πασπάλα έμεινε από το χιόνι στα πουρνάρια και τα δέντρα τριγύρω. Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει αλλά οι χριστουγεννιάτικες διακοπές των μικρών πρωτευουσιάνων συνεχίζονταν.
Και τι δεν είδαν τα παιδιά! Και στάνη με ζώα επισκέφθηκαν, και είδαν τα πρόβατα, που κλεισμένα μέσα, μασούλαγαν την τροφή τους κοντά το ένα με το άλλο για να διώχνουν το κρύο. Αβγά από τις κότες μάζευαν και τροφή τους έριχναν και το σκύλο τάιζαν που κοιμόταν στη φωλιά του, και πρωί ξυπνούσαν κάθε μέρα χωρίς να ξέρουν γιατί, ενώ την τηλεόραση δεν την είχαν ανοίξει καθόλου.
Και στο έρημο σπίτι πήγαν με φακούς και με προσοχή να ακολουθούν τον παππού '' για να αποφύγουμε κανένα ατύχημα με τόση εγκατάλειψη που κυριαρχεί''. Αλλά τα παιδιά κρατούσαν ακόμη και την ανάσα τους κοιτάζοντας τριγύρω με τα μάτια ορθάνοιχτα μήπως και δουν το φάντασμα του σπιτιού. Και αν το θέλεις πολύ και αν η φαντασία καλπάζει και μάλιστα η παιδική, θα το δεις το φάντασμα να περνά, σκορπώντας κρύο αέρα!
Πόσα θα είχαν χάσει αν έμεναν στην Αθήνα! Τα ίδια που έκαναν κάθε χρόνο, αυτά έχασαν, μα τις στιγμές που έζησαν δίπλα στη γιαγιά και στον παππού δεν θα τις ξεχνούσαν ποτέ.
12 μέρες πέρασαν τόσο γρήγορα.....
Όταν ήλθαν οι γονείς , άκουγαν και τα δυο παιδιά να μιλούν συγχρόνως, να διηγούνται γρήγορα και με έξαψη, να ακούγεται ένα κομφούζιο από λέξεις και φράσεις που δεν καταλάβαιναν και πολλά, αλλά το ουσιώδες το κατάλαβαν:πέρασαν υπέροχα!

Η ιστορία είναι από τη φίλη  του ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Οι κάτοικοι ενός λεξικού!!

 


Όλες οι λέξεις ήταν απογοητευμένες. Καμιά κίνηση στο σπιτικό τους εδώ και καιρό. Πού και πού έβλεπες ανάμεσα στα ερμητικά κλειστά φύλλα μερικούς κόκκους σκόνης να ανοίγουν μια χαραμάδα, να τόση δα, για να περνάει λίγο φως.

-Κανείς δεν θυμήθηκε το λεξικό τους τελευταίους μήνες! Τι λυπηρό....όλες τις λέξεις πια τις έμαθαν οι άνθρωποι αυτού του σπιτιού; είπε δυνατά το Κάπα!
Τα άλλα γράμματα είχαν αφήσει τις θέσεις τους και περπατούσαν πέρα -δώθε.
-Φταίει ο υπολογιστής, είπε το Δέλτα. Τώρα είναι πιο εύκολο να μαθαίνεις χωρίς να ανοίγεις βιβλίο!!!
-Τι απογοήτευση για τις λέξεις των βιβλίων, είπε το Έψιλον!!!!
Μερικές λέξεις κάθονταν στα περιθώρια της σελίδας λυπημένες!
- Γιατί να μένουμε έτσι άπραγα και στενοχωρημένα; είπε το Ταυ. Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Ελάτε εδώ κοντά μου....ελάτε ντε, τι περιμένετε; Κάντε ομάδες και σχηματίστε όποια λέξη θέλετε. Οι ομάδες που πρώτες θα σχηματίσουν λέξεις, κερδίζουν!
Αμέσως ακούστηκαν τρεχαλητά. Τα γράμματα φώναζαν, φτιάχνανε ομάδες, ζωντάνεψαν όλα. Εξάλλου αυτός ήταν και ο προορισμός τους: να φτιάχνουν λέξεις.

Πρώτη η ομάδα του Άλφα που έφτιαξε τη λέξη ''δάσος'' και αμέσως φώναξε η ομάδα του Ρο τη δική της λέξη,''βάρκα''.
Και ξαφνικά όλα τα γράμματα άρχισαν να κουνιούνται και να πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο.
-Σεισμόόόόςςς, φώναξε το Ωμέγα!
-Όχι, είπαν όλα μαζί τα γράμματα της λέξης ''Ελπίδα''. Το λεξικό κινείται… κάποιος το παίρνει από το ράφι.

Ένας ήχος ακούστηκε. Σαν πυροβολισμός. Μερικές λέξεις τρόμαξαν…αλλά ήταν η Σοφούλα που χτυπούσε το χοντρό εξώφυλλο για να φύγει η σκόνη.
Και τότε το βιβλίο άνοιξε και πλημμύρισε φως! Τα γράμματα τυφλώθηκαν. Ήταν τόσο καιρό μέσα στο σκοτάδι. Είδαν τη Σοφούλα που γυρνούσε τις σελίδες και ένιωθαν σε κάθε τελίτσα τους κορμιού τους τον αέρα να τους γαργαλάει.
Ωχ, σταμάτησε…κάτι ψάχνει. Τα γράμματα έτρεχαν στις θέσεις τους. Πω πω θα τα έβλεπε η Σοφούλα και αυτό απαγορευόταν από τους κανόνες των λέξεων!

Και ξαφνικά η φωνή της μαμάς έκανε τη Σοφούλα να γυρίσει το κεφάλι και να απαντήσει. Να ο αντιπερισπασμός που χρειάζονταν .
Σε δευτερόλεπτα όλα ήταν ακίνητα και τα ολοστρόγγυλα γράμματα περίμεναν να εξηγήσουν στη Σοφούλα ό,τι ήθελε.
Εκείνη έψαχνε τη λέξη διήγηση….και ναι –φώναξε- το παραμύθι είναι διήγηση! Τι καλά!
Η μαμά ήλθε κοντά της.
-Είδες που δεν θέλεις να ανοίγεις το λεξικό σου; Εδώ οι λέξεις είναι μόνο για σένα και μπορείς να βρεις τα πάντα.
-Μα είναι τόσο πιο εύκολο στον υπολογιστή!
-Μη ξεχνάς όμως ότι δεν ξέρεις τι να επιλέξεις ως σωστό πολλές φορές. Ενώ το βιβλίο έχει άλλη αξία. Μύρισέ το, νοιώσε την επαφή, τη γνώση…οι λέξεις είναι εδώ, σε περιμένουν.
Η Σοφούλα κοιτούσε τις λέξεις. Της φάνηκε πως κάποια γράμματα κουνούσαν το κεφαλάκι τους…μπα…αδύνατον, κάτι πάθανε τα μάτια της.
Ο υπολογιστής θα φταίει!!!

Μια όμορφη ιστορία από:
http://atenizodas.blogspot.gr/2015/11/blog-post_14.html

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Η ΤΟΥΡΤΑ ΚΑΙ Η ΜΑΤΙΛΝΤΑ!

Κάποτε ζούσε σε ένα μεγάλο κάστρο με τους γονείς της και τους τρεις μεγαλύτερους αδελφούς της η Ματίλντα με πολύ λαίμαργη πριγκίπισσα.

Στα υπόγεια του κάστρου αυτού υπήρχε η κουζίνα που σίγουρα ήταν η μεγαλύτερη στον κόσμο. Σπουδαίοι μάγειροι φτιάχνανε κάθε μέρα υπέροχες λαχταριστές λιχουδιές. Ζύμωναν ψωμί, έφτιαχναν γλυκά  και έψηναν τα πιο νόστιμα φαγητά στους τεράστιους φούρνους τους.
 Οι μυρωδιές από το κρέας που ψηνόταν στη γάστρα αργά αργά ή από την καραμελωμένη ζάχαρη που έλιωνε πάνω στα γλυκίσματα σου γαργαλούσαν γλυκά τη μύτη και ήταν πραγματικά δύσκολο να αντισταθεί  κανείς στον πειρασμό.

Η πριγκίπισσα Ματίλντα θα μπορούσε να περάσει εκεί όλη της τη ζωή.
Τρελαινόταν να ενοχλεί τους μάγειρες την ώρα που μαγείρευαν, να τους κατασκοπεύει και να δοκιμάζει τα φαγητά αμέσως μόλις ετοιμάζονταν παίρνοντας πάντα τα καλύτερα κομμάτια.

Κάθε φορά λοιπόν που οι υπηρέτες πήγαιναν ένα φαγητό στο τραπέζι, έλειπαν μερικά κομμάτια. Τ'αδέλφια της Ματίλντα θύμωναν πάρα πολύ μ'αυτή την κατάσταση.

''Μα είναι άδικο! '' παραπονιούνταν.''Αυτή η μικρή λαίμαργη παίρνει πάντοτε τα καλύτερα κομμάτια!''

Έτσι, με τα πολλά αποφάσισαν να της δώσουν ένα μάθημα.

''Ματίλντα, αύριο που είναι τα γενέθλιά σου θα σου ετοιμάσουμε ένα υπέροχο γλυκό. Αλλά πρόσεξε! Μην πλησιάσεις καθόλου την κουζίνα, γιατί θα μας χαλάσεις την έκπληξη!''

Οι τρεις πρίγκιππες πέρασαν πολλές ώρες ετοιμάζοντας το γλυκό για τα γενέθλια της αδελφής τους.
 Όταν επιτέλους τελείωσαν, πήγαν ήσυχοι πια να κοιμηθούν. 
Η Ματίλντα όμως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Σκεφτόταν συνέχεια το γλυκό που είχαν φτιάξει για εκείνη τ'αδέλφια της.

 Τελικά δεν άντεξε και πήγε κρυφά στην κουζίνα.
 Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια τούρτα καλυμμένη με αμύγδαλα και κομμάτια σοκολάτα. 
Μια μεγάλη μπάλα από σαντιγύ στην κορυφή έκανε την τούρτα ακόμη πιο λαχταριστή.

Η Ματίλντα άπλωσε το χέρι της και ετοιμαζόταν να τη δοκιμάσει.
 Τότε όμως, τέσσερις νυχτερίδες πέταξαν μέσα απο την τούρτα!
 Οι φωνές της τρομαγμένης πριγκίπισσας σήκωσαν στο πόδι ολόκληρο το κάστρο.

Από εκείνη την ημέρα το πάθημα της Ματίλντα της έγινε μάθημα.


Όσο για τους αδελφούς της, ήταν πια ευτυχισμένοι, γιατί από τότε τους άφηνε πάντοτε να δοκιμάσουν πρώτοι το φαγητό.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

H Μαλβίνα και ο δράκος!!

Μια φορά και έναν καιρό στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, είχε το κάστρο του ένας άρχοντας που είχε μια κόρη, την πριγκίπισσα Μαλβίνα.
Η Μαλβίνα ήταν μια πανέμορφη  και καλόκαρδη  κοπέλα,που τη γνώριζαν και την αγαπούσαν όλοι στο κάστρο, ακόμη και τα πιο μικρά πλάσματα. Ήταν πάντοτε χαμογελαστή, καλόκαρδη και με τον καλό λόγο στα χείλη.
Το χειμώνα οι φίλοι της οι κοκκινολαίμηδες, πετούσαν έξω από το παράθυρό της. Κι εκείνη είχε πάντοτε λίγα ψίχουλα ή λίγο σιτάρι να τους δώσει. Αυτός ο χειμώνας όμως ήταν πολύ βαρύς. Το χιόνι είχε σκεπάσει όλη την περιοχή. Ένα παγωμένο πρωινό φύσηξε προς το κάστρο ένα ζεστό αεράκι. Αμέσως όλοι οι κάτοικοι βγήκαν έξω πιστεύοντας ότι είχε έλθει η άνοιξη. Έκαναν όμως λάθος.
Ένας τρομερός δράκος με τρία κεφάλια είχε κατέβει από το βουνό και πετούσε φλόγες   και από τα τρία στόματά του προς τη χιονισμένη πεδιάδα. Ήταν πραγματικά τεράστιος. Τα κεφάλια του ήταν όμοια με φιδιού, τα μάτια του σαν φωτιές και η ράχη του ήταν  γεμάτη με αγκάθια.
Ο δράκος έστειλε μήνυμα στον άρχοντα με έναν τρομαχτικό αετό. ''Δώσε μου ένα κορίτσι από το κάστρο σου, διαφορετικά θα βάλω φωτιά παντού και θα καταστρέψω τα πάντα''.
Όπως ήταν φυσικό, όταν οι κάτοικοι άκουσαν αυτό, φοβήθηκαν και έτρεξαν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Τότε η πριγκίπισσα Μαλβίνα είπε στον πατέρα της.
''Πατέρα, θα πάω εγώ στο δράκο. Δεν θα επιτρέψω να καταστραφούν τα σπίτια μας και να υποφέρουν τόσοι πολλοί άνθρωποι εξαιτίας του. Είναι καθήκον μου, αφού είμαι πριγκίπισσα''.
Ο άρχοντας στην αρχή δεν ήθελε ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο, στο τέλος όμως  αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αφήσει την κόρη του να πάει.
Το κορίτσι μάζεψε αμέσως τα πράγματα που αγαπούσε πιο πολύ και ήθελε οπωσδήποτε να πάρει μαζί της κάποια βότανα, ένα μουσικό κουτί και το καλό της φόρεμα.
Όταν ετοιμάστηκε, ανέβηκε στη ράχη του αετού και πέταξε μαζί του προς το βουνό που βρισκόταν ο δράκος.
Εκείνος τους περίμενε βγάζοντας φλόγες από τα φοβερά  στόματά του. Μόλις όμως είδε το όμορφο κορίτσι, εντυπωσιάστηκε τόσο που έμεινε σιωπηλός. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ μέχρι τώρα μια τόσο γλυκιά πριγκίπισσα.
Ένα βράδυ η Μαλβίνα ξύπνησε από έναν τρομερό θόρυβο: ο δράκος βογγούσε τόσο δυνατά, όσο ο βρυχηθμός 100 λιονταριών και το ουρλιαχτό 100 λύκων μαζί. Η πριγκίπισσα έτρεξε αμέσως κοντά του για να δει τι είχε. Το τέρας είχε πατήσει ένα τεράστιο μυτερό αγκάθι και δεν μπορούσε να το βγάλει από το πόδι του. Υπέφερε και χτυπιόταν  από τον πόνο αλλά το αγκάθι δεν έλεγε να βγει με τίποτε.
''Ηρέμησε δράκε'' του είπε η Μαλβίνα, που δεν άντεχε να βλέπει κανένα πλάσμα να υποφέρει ακόμη και αν αυτό το πλάσμα ήταν το θηρίο που την κρατούσε φυλακισμένη.
'' Το μόνο που καταφέρνεις είναι να το κάνεις ακόμη χειρότερα''!
Η κοπέλα έπιασε αμέσως το αγκάθι με τα λεπτά της δάχτυλα και με απαλές  κινήσεις κατάφερε να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του δράκου.Έπειτα έβαλε πάνω στην  πληγή  μια κομπρέσσα από τα βότανα που είχε μαζί της. Μόλις ο δράκος ηρέμησε λιγάκι,  πήρε στα χέρια της το μουσικό κουτί και το άνοιξε. Μια γλυκιά μουσική ακούστηκε και η Μαλβίνα άρχισε να τραγουδά  ένα γνωστό σκοπό. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να κάνει το δράκο να ξεχάσει τον πόνο του.
Και ακριβώς τότε συνέβη ένα θαύμα. Τα γυμνά βράχια  γύρω της γέμισαν λουλούδια, ενώ  ο τεράστιος δράκος εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. Στη θέση  του εμφανίστηκε ένας όμορφος νεαρός.
''Μη φοβάσαι, σε παρακαλώ'' είπε στη Μαλβίνα. ''Είμαι ένας μαγεμένος πρίγκιππας. Ένας διαβολικός μάγος με μεταμόρφωσε σε δράκο. Μόνο ένα  κορίτσι που θα με συμπονούσε παρά την εμφάνισή μου θα μπορούσε να με ξανακάνει άνθρωπο. Γι αυτό έπρεπε να σε πάρω από τους δικούς σου και να σε φέρω εδώ. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με!''.
Όπως είναι φυσικό η πριγκίπισσα τον συγχώρεσε αμέσως. Έπειτα έβαλε το ωραίο φόρεμά της και επέστρεψε στο κάστρο του πατέρα της μαζί με τον πρίγκιππα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο πρίγκιππας της ζήτησε να τον παντρευτεί και εκείνη δέχτηκε με χαρά.
Για να γιορτάσουν το ευχάριστο  γεγονός οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή που ήταν καλεσμένοι όλοι οι κάτοικοι του κάστρου, αλλά και τα ζώα και τα μικρά σπουργιτάκια μέχρι τον τρομερό αετό.
Από τότε κάθε άνοιξη το βουνό πάνω από το κάστρο γεμίζει πολύχρωμα λουλούδια.
 

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Η Πριγκίπισσα με τη μεγάλη μύτη!!

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που πολεμούσε ενάντια σε φοβερούς γίγαντες που ήθελαν να κατακτήσουν τη χώρα του.

Τελικά, ύστερα από πολλά χρόνια σκληρού πολέμου, κατόρθωσε να τους διώξει από το βασίλειό του.
 Όμως ο τελευταίος γίγαντας πριν εγκαταλείψει τη χώρα, καταράστηκε το βασιλιά με αυτά τα λόγια: ''Σε καταριέμαι να αποκτήσεις μια κόρη με πολύ μεγάλη μύτη. Μια μύτη που να ταιριάζει σε γίγαντα''.

Ύστερα από καιρό η βασίλισσα γέννησε ένα κοριτσάκι. Η μικρή πριγκίπισσα ήταν πάρα πολύ όμορφη και θα ήταν ακόμη περισσότερο αν δεν είχε αυτή τη μεγάλη μύτη... που ήταν αταίριαστη με το γλυκό  και υπέροχο προσωπάκι της.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα αγαπούσαν πολύ την κόρη τους. Τόσο πολύ που φρόντισαν να διαλέξουν από τους υπηκόους τους αυτούς,  με τη μεγαλύτερη μύτη, για να υπηρετούν  την πριγκίπισσα. Βλέπετε δεν ήθελαν η κορούλα τους να υποφέρει και να νοιώθει άσχημα για τη μύτη της. Έτσι το μικρό κορίτσι μεγάλωσε πιστεύοντας ότι έχει μια φυσιολογική μύτη.
Όταν έγινε 18 ετών, οι γονείς της κανόνισαν να την παντρέψουν, με το γιο του βασιλιά του γειτονικού βασιλείου. Το γεγονός αυτό έκανε την πριγκίπισσα πολύ ευτυχισμένη.

Όταν μάλιστα έμαθε ότι ο πρίγκιπας θα ερχόταν στο παλάτι για να τη γνωρίσει, αποφάσισε να πάει στο δάσος, για να φέρει λίγο φρέσκο νερό από την μαγική πηγή, να το προσφέρει στον μέλλοντα σύζυγό της. Εκεί συνάντησε τυχαία μια γριά, που της ζήτησε νερό. Με την ευγένεια που την χαρακτήριζε η κοπέλα την βοήθησε να ξεδιψάσει, χωρίς να ξέρει ότι στην πραγματικότητα η γριά ήταν μια νεράιδα. Εκείνη συμπάθησε αμέσως την νεαρή πριγκίπισσα αλλά την λυπήθηκε για τη μεγάλη της μύτη. 
'' Πω πω ! Τι άσχημη μύτη'' σκέφτηκε η νεράιδα κοιτάζοντας την κοπέλα. ''Πρέπει να κάνω κάτι να βοηθήσω το άτυχο κορίτσι''. Και με ένα κούνημα του ραβδιού της μεταμόρφωσε  τη μεγάλη μύτη της πριγκίπισσας, σε μια όμορφη, μικρή, γαλλική, μυτούλα.  Μόλις όμως, η κοπέλα έφτασε στην πηγή, είδε τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στο νερό. ''Όχι, όχι η μύτη μου!'' φώναξε μόλις αντίκρισε το είδωλό της, και άρχισε να κλαίει απελπισμένα. '' Τι απέγινε η μεγάλη όμορφη μύτη μου;; Με αυτήν εδώ τη μύτη δεν θα αρέσω στον πρίγκιπα μου, ούτε θα θέλει να με παντρευτεί πια''.

Πολύ στενοχωρημένη,  επέστρεψε στο παλάτι, και μέχρι να φτάσει τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια της. Εκεί βρήκε τον πρίγκιπα να την περιμένει και η καρδιά της γέμισε αγωνία. Μόλις όμως τον αντίκρισε,................τι έκπληξη! Ο πρίγκιπας είχε μικρή μύτη, πολύ μικρότερη από αυτές που είχε δει έως τώρα.
Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον, παντρεύτηκαν και απέκτησαν πολλά παιδιά. Κάθε παιδί τους είχε διαφορετική μύτη. Έτσι η πριγκίπισσα έμαθε ότι οι μύτες των ανθρώπων έχουν πολλά και διαφορετικά σχήματα. Άλλες είναι  μεγάλες, άλλες μικρές, άλλες μυτερές , ενώ άλλες πλατιές. Όλες είναι ωραίες και μοναδικές όταν τις συνηθίζουμε! 

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Η Κακομαθημένη πριγκίπισσα!!!

Μια φορά κι ένα καιρό, σε κάποιο βασίλειο, κυβερνούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που είχαν μια κόρη. Η κόρη τους η πριγκίπισσα Οντίνα, τους έκανε πολύ ευτυχισμένους όταν γεννήθηκε. Της έβαλαν μια στρατιά νταντάδες, και της έκαναν δώρα ό,τι πιο όμορφο και υπέροχο υπήρχε στο βασίλειο, αλλά και πέρα από αυτό.
Γρήγορα η Οντίνα μεγάλωσε, κι έγινε μια πριγκίπισσα όμορφη, αλλά κακομαθημένη και ιδιότροπη. Οι γονείς απασχολημένοι με τις υποθέσεις του κράτους, ασχολιόνταν λίγο μαζί της, και για να μην είναι στενοχωρημένη της ικανοποιούσαν κάθε χατήρι, και κάθε ιδιοτροπία. 
Έτσι η πριγκίπισσα Οντίνα έμαθε, ότι αρκούσε να διατάξει και να απαιτήσει για να έχει ό,τι θέλει. Ποτέ δεν σκεφτόταν τους υπηρέτες που τους είχε κάνει να τρέχουν σαν τρελοί για να εκτελέσουν τις εντολές της. Ούτε σκεφτόταν ότι δεν είχε κανένα φίλο γιατί ήταν στην πραγματικότητα ένα απομονωμένο μοναχικό κορίτσι, με κακούς τρόπους. Κανένας δεν ήθελε τη συντροφιά της, κι εκείνη χαμένη μέσα στον κόσμο των επιθυμιών της, δεν το αντιλαμβανόταν αυτό.
Μια μέρα, ο πατέρας της ξεκίνησε με τους φρουρούς του και τους αυλικούς του για κυνήγι.
Η Οντίνα ήθελε να πάει μαζί. Πήγε λοιπόν στον πατέρα της και του είπε:
''Θα έρθω κι εγώ!..''
Ο βασιλιάς συνηθισμένος να μη χαλάει χατήρι στη κόρη του, συμφώνησε.
Δεν είχαν ξεκινήσει πολλή ώρα, όταν η Οντίνα άρχισε να γκρινιάζει. 
''Κουράστηκα...να σταματήσουμε!
Ο πατέρας της δεν της έδωσε σημασία, και συνέχισε να ιππεύει. Η πριγκίπισσα όμως, συνέχισε να μιλάει..σταματώντας το άλογο της.
''Κουράστηκα και θέλω να μου φέρετε νερό!''
Κατέβηκε από το άλογο και κατευθύνθηκε προς ένα βραχάκι δίπλα σε ένα ρυάκι. Κάθισε στη πέτρα και γύρισε να δει τους υπηρέτες.
Με έκπληξη διαπίστωσε ότι κανείς δεν βρισκόταν τριγύρω της. Ο πατέρας της πάλι δεν της έδωσε σημασία και συνέχισε την πορεία του, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
Η πριγκίπισσα έμεινε άλαλη. Ποτέ δεν είχε ξαναβρεθεί μόνη της, μακριά από το παλάτι, και χωρίς να είναι πάντα κάποιος υπηρέτης κοντά της περιμένοντας εντολές.  
Ξαφνικά άκουσε φωνές και γέλια να πλησιάζουν. Και βλέπει να ξεπροβάλει μια παρέα από παιδιά, που το μεγαλύτερο από αυτά ήταν μια κοπέλα, που την έλεγαν Γκρέτα.
Κρατούσαν κανάτια, και μιλούσαν και γελούσαν άνετα μεταξύ τους. Η πριγκίπισσα τα κοιτούσε απορημένη. 
''Ποιοι είστε;''....ρώτησε
''Είμαι η Γκρέτα και από εδώ τα αδέλφια μου. Έχουμε έρθει να πάρουμε νερό, για να το πάμε στο σπίτι μας. ''
Τα παιδιά γέμισαν τα κανάτια τους, τα ακούμπησαν κάτω και άρχισαν να παίζουν και να σκαρφαλώνουν. Η αδελφή τους τους φώναξε ότι σε λίγο θα έφευγαν, και έτρεξε κι αυτή να βοηθήσει το μικρότερο να ανέβει σε ένα κλαδί.

Η Οντίνα τα κοιτούσε που έπαιζαν και γελούσαν και κάτι σκίρτησε μέσα της.
Για πρώτη φορά, κάποιος δεν ασχολιόταν μαζί της, αλλά έπαιζε και γελούσε με άλλους τόσο αρμονικά και έδειχναν τόση ευτυχία. Άθελα της ένοιωσε πως ήθελε να γίνει κι αυτή μέρος της χαρωπής παρέας τους. Έσκυψε και πήρε το κανάτι της Γκρέτα και αυθόρμητα πήγε στο ρυάκι και το γέμισε νερό. Όταν η Γκρέτα γύρισε κοντά της, της έδωσε το γεμάτο κανάτι.
Η Γκρέτα την ευχαρίστησε και τη ρώτησε αν θέλει να έρθει μαζί τους στο σπίτι.
Η Οντίνα δέχτηκε με χαρά. Όταν έφτασαν στο σπίτι, η Γκρέτα της είπε ότι οι γονείς τους δούλευαν στο χωράφι, και εκείνοι έκαναν όλες τις δουλειές του σπιτιού. Τώρα για παράδειγμα με το νερό που κουβάλησαν θα έπλεναν ρούχα.
Όρμησαν όλοι στα ρούχα και άρχισαν να τα πλένουν. Ξαφνικά η πριγκίπισσα πήγε κοντά και ζήτησε να τους βοηθήσει. Η Γκρέτα της έδειξε, και για πρώτη φορά η κακομαθημένη πριγκίπισσα βρέθηκε να μοιράζεται τις δουλειές και τη συντροφιά άλλων παιδιών. 
Άρχισαν να πειράζονται και να πιτσιλιούνται και να γελάνε. Και ένοιωθε κάτι πρωτόγνωρο γι'αυτήν. Ένοιωθε ευτυχισμένη πραγματικά!
Ο βασιλιάς όταν αντιλήφθηκε ότι η κόρη του δεν ήταν μαζί τους, άρχισε να την ψάχνει. Γρήγορα έφτασε κοντά σε ένα σπιτάκι, απ' όπου έρχονταν φωνές και τα έχασε με το θέαμα που αντίκρισε. Η κόρη του έπλενε ρούχα και γελούσε και έπαιζε με ένα σωρό άλλα παιδιά.
Η Οντίνα είδε τον πατέρα της και τον χαιρέτησε γελώντας. Ήταν κουρασμένη πραγματικά αλλά και για πρώτη φορά χαρούμενη και με μια ζεστασιά να απλώνεται στη καρδιά της.
Από εκείνη τη μέρα, ήταν πάντα πιο γλυκομίλητη, και πιο ευγενική με όλους.
Δεν απαίτησε ξανά τίποτα, και δεν ξεχνούσε ποτέ να μοιραστεί λίγες ώρες με τους καινούργιους της φίλους, πότε παίζοντας και πότε βοηθώντας.
Έγινε ευτυχισμένη και χαρούμενη και σκόρπιζε χαρά και στους γύρω της.

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Ο γάμος της ποντικούλας!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια ποντικών. Ο μπαμπάς ο πόντικας, η μαμά η ποντικίνα και η μοναχοκόρη τους η ποντικούλα.
Τέτοια όμορφη ποντικούλα δεν υπήρχε πουθενά! Ο πόντικας και η ποντικίνα μεγάλωσαν την κόρη τους όσο καλύτερα μπορούσαν και όταν μεγάλωσε για τα καλά, αποφάσισαν να την παντρέψουν. Με ποιόν όμως; Ήθελαν τον καλύτερο!
- Ποιος είναι ο καλύτερος; Σκέφτηκαν,... σκέφτηκαν και τελικά τον βρήκαν!
- Ο ήλιος, είπαν και οι δυο μαζί, και έτριψαν τα μουστάκια τους ευχαριστημένοι.
Ετοιμάστηκαν την άλλη μέρα και ξεκίνησαν να βρουν τον ήλιο. Περπάτησαν, περπάτησαν και κάποτε έφτασαν στο παλάτι του ήλιου. Εκείνος τους καλοδέχτηκε και τους ρώτησε για το σκοπό της επίσκεψής τους.
- Να, του είπαν, έχουμε μια πολύ καλή και όμορφη κόρη, την ποντικούλα μας. Είναι καιρός να την παντρέψουμε και σκεφτήκαμε εσένα για γαμπρό, γιατί είσαι ο καλύτερος.
Ο ήλιος χαμογέλασε και είπε:
- Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε, αλλά δεν είμαι εγώ ο καλύτερος.
- Μα πώς; ρώτησαν γεμάτοι απορία ο πόντικας και η ποντικίνα. Αφού είσαι πιο ψηλά απ΄ όλους, βλέπεις όλον τον κόσμο, δίνεις ζωή σε όλα τα ζώα και τα φυτά της γης, όλοι σε αγαπούν και σε θαυμάζουν. Κανένας δεν μπορεί να σε νικήσει.
- Και όμως κάνετε λάθος. Με νικάει το σύννεφο. Όταν μπαίνει μπροστά μου, τίποτα δεν μπορώ να κάνω.
Δίκιο έχει, σκέφτηκαν οι ποντικοί. Χαιρέτησαν και έφυγαν.
Την άλλη μέρα πήγαν και βρήκαν το σύννεφο, που ήταν γκρίζο και τεράστιο.
Το σύννεφο τους καλωσόρισε και οι ποντικοί του είπαν το σκοπό της επίσκεψής τους.
- Ο ήλιος μας είπε πως εσύ είσαι δυνατότερος από εκείνον και γι αυτό ήρθαμε σε σένα, αφού θέλουμε να παντρέψουμε την κόρη μας την ποντικούλα με τον καλύτερο και τον δυνατότερο.
Το σύννεφο κουνήθηκε, άλλαξε σχήμα, έγινε πιο γκρίζο και είπε:
- Μεγάλη η τιμή που μου κάνετε να παντρευτώ τη μοναχοκόρη σας, μα αφού θέλετε τον καλύτερο και τον δυνατότερο να ξέρετε ότι δεν είμαι εγώ αυτός.
- Και ποιος είναι; ρώτησαν με απορία οι ποντικοί.
- Είναι ο αέρας, απάντησε το σύννεφο. Όταν φυσάει με πηγαίνει όπου θέλει. Όσο κι αν αντισταθώ δεν καταφέρνω να τον νικήσω.
- Δίκιο έχεις, είπαν οι ποντικοί και έφυγαν.
Σε λίγες μέρες ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν για ένα μακρινό ταξίδι, πέρα μακριά, στη χώρα του αέρα.
Κάποτε έφτασαν. Βρήκαν τον αέρα και του είπαν πως ήρθαν να του ζητήσουν να παντρευτεί την κόρη τους την ποντικούλα, αφού εκείνος είναι ο δυνατότερος απ΄ όλους.
- Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε και ευχαρίστως θα παντρευόμουν την κόρη σας, αλλά, δυστυχώς, δεν είμαι ο δυνατότερος από όλους.
- Δεν είσαι; και ποιος είναι;
- Ελάτε μαζί μου, είπε ο αέρας και τους οδήγησε σε ένα ψηλό σημείο. Εκεί σταμάτησε, έδειξε μπροστά με το δάχτυλό του και είπε:
- Δυνατότερος από μένα είναι αυτός εκεί ο ψηλός πύργος. Χρόνια και χρόνια προσπαθώ να τον γκρεμίσω και δεν τα έχω καταφέρει ακόμα. Φυσάω με όλη μου τη δύναμη και δεν κουνιέται ούτε ρούπι από τη θέση του. Αυτός είναι, λοιπόν, καλύτερος και δυνατότερος από μένα και αξίζει να παντρευτεί τη μοναχοκόρη σας.
Οι ποντικοί χαιρέτησαν τον αέρα, τον ευχαρίστησαν και έφυγαν.
Περπάτησαν, περπάτησαν και έφτασαν στον ψηλό πύργο.
Στάθηκαν και τον κοίταζαν.
- Πω, πω! Τι μεγάλος και ψηλός είναι! Σαν να ΄χε δίκιο ο αέρας. Βρήκαν, επιτέλους, το δυνατότερο και τον καλύτερο γαμπρό για την κόρη τους.
Χαιρέτησαν τον πύργο και του είπαν γιατί τον επισκέφτηκαν.
Ο πύργος γελώντας απάντησε:
- Νομίζετε, αγαπητοί μου ποντικοί, ότι εγώ είμαι ο δυνατότερος απ΄ όλους; Πόσο λάθος κάνετε! Μάθετε, λοιπόν, πως δυνατότεροι απ΄ όλους είστε εσείς, οι ποντικοί. Ναι, καλά ακούσατε. Εσείς οι ποντικοί, ξανάπε ο πύργος και ο πόντικας και η ποντικίνα έμειναν να τον κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
- Μα πώς; ρώτησαν.
- Να, είπε ο πύργος. Εγώ μπορεί να είμαι μεγάλος και ψηλός, αλλά εσείς οι ποντικοί χρόνια τώρα σκάβετε και τρώτε τα θεμέλιά μου. Έχετε ανοίξει τόσο πολλές τρύπες που με δυσκολία κρατιέμαι όρθιος. Λίγο ακόμα να σκάψετε και θα γίνω ένας μεγάλος σωρός από πέτρες και χώματα.
Αυτά είπε ο πύργος και οι ποντικοί κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι και άφωνοι.
Σε λίγο ευχαρίστησαν τον πύργο και γύρισαν στη φωλιά τους.
Εκεί βρήκαν την ποντικούλα να τους περιμένει. Αγκαλιάστηκαν και αποφάσισαν ότι η αγαπημένη τους μοναχοκόρη έπρεπε να παντρευτεί έναν καλό και δυνατό ποντικό, αφού οι ποντικοί ήταν οι δυνατότεροι, οι καλύτεροι και οι πιο σπουδαίοι από όλους.
Και πραγματικά σε λίγο καιρό η ποντικούλα παντρεύτηκε έναν όμορφο, νεαρό ποντικό, καφετί και μεγάλο, με στρογγυλά χαριτωμένα αυτάκια και με μια μακριά ουρά.
Ήταν έξυπνος και αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του την ποντικούλα.
Όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Γλέντησαν και χόρεψαν στο γάμο.
Σε λίγο καιρό είχαν και δυο παιδάκια, δυο μικρούς ποντικούληδες που πιο όμορφοι πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχαν. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Από τα paidika.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...