Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ο σπίνος, το ελάφι και το λιοντάρι!


 Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μικρό κάστρο,  στο οποίο ζούσαν τρεις πριγκίπισσες. Οι τρεις κοπέλες ήταν όμορφες, έξυπνες και προικισμένες με ένα σπουδαίο χάρισμα  από τις νεράιδες. Μπορούσαν να μιλήσουν τη γλώσσα των ζώων.
  Μια μέρα η μεγάλη αδελφή βρήκε ένα μικρό σπίνο που είχε πέσει από τη φωλιά του.΄΄Τσίου, τσίου'' τιτίβισε το μικρό πουλάκι φοβισμένο.
  Τότε η πριγκίπισσα το έπιασε στοργικά και με μεγάλη προσοχή το έβαλε πίσω στη φωλιά του.

  ''Ο Θεός να σε ευλογεί'' είπε το πουλί. '' Να είσαι σίγουρη ότι θα το πω στον αφέντη μου''.

  ''Ποιος είναι ο αφέντης σου;'' ρώτησε η πριγκίπισσα με περιέργεια.

 ''Περίμενε  και θα δεις '' της είπε το πουλάκι.

  Την άλλη μέρα η δεύτερη αδελφή συνάντησε στο δάσος ένα πληγωμένο ελάφι. 

''Το πόδι μου πιάστηκε σε μια παγίδα και δεν μπορώ να κουνηθώ''είπε το καημένο το ζώο κλαίγοντας από τον πόνο.

 Μόλις το άκουσε αυτό η πριγκίπισσα πήγε πίσω στο κάστρο να βρε ένα ψαλίδι. Με αυτό άνοιξε την παγίδα και ελευθέρωσε το πόδι του ζώου.

 ''Ο Θεός να σε ευλογεί'' είπε το ελάφι μόλις η πριγκίπισσα ελευθέρωσε την παγίδα
  ''Να είσαι σίγουρη ότι θα το πω στον αφέντη μου''
.
  ''Ποιος είναι ο αφέντης σου;'' ρώτησε η κοπέλα.

  ''Περίμενε και θα δεις'' της απάντησε το ελάφι.

 Την επόμενη μέρα η μικρότερη αδελφή πήγε βόλτα στο δάσος και εκεί συνάντησε ένα λιοντάρι.
  Αμέσως άρχισε να του μιλάει χωρίς να το φοβηθεί καθόλου. Τότε το λιοντάρι εμπιστεύτηκε στην πριγκίπισσα κάτι που το βασάνιζε.

  ''Πριν από  μερικές μέρες η χαίτη μου πιάστηκε σε ένα θάμνο  από τσουκνίδες.  Από τότε δεν έχω ηρεμήσει καθόλου. Έχω συνέχεια φαγούρα και δεν μπορώ να κοιμηθώ''.

  Χωρίς να χάσει καιρό η πριγκίπισσα πήγε πίσω στο κάστρο, πήρε την πιο καλή της χτένα για να χτενίσει τη χαίτη του λιονταριού. Σιγά σιγά κατάφερε να ξεμπλέξει τα μαλλιά του και να βγάλει όλες τις τσουκνίδες που του προκαλούσαν φαγούρα.

  ''Ο Θεός να σ'ευλογεί'', είπε το λιοντάρι. ''Να είσαι σίγουρη ότι θα το πω στον αφέντη μου''.

  Το κορίτσι ήταν έτοιμο να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο αφέντης αλλά το λιοντάρι είχε ήδη φύγει μακριά.
  Την επομένη μέρα έφτασαν στο κάστρο τρία πακέτα, ένα για κάθε πριγκίπισσα.

  Στο πρώτο οι τρεις κοπέλες βρήκαν μια φωλιά κεντημένη με ασημένια στολίδια. Στο δεύτερο υπήρχε ένα ντελικάτο ψαλιδάκι φτιαγμένο από κοράλλια και στο τρίτο μια χτένα στολισμένη με πολύτιμα πετράδια και διαμάντια.

  Ύστερα από λίγο κάποιος χτύπησε την πόρτα. Τα τρία κορίτσια πήγαν να ανοίξουν και έκπληκτα είδαν να στέκουν μπροστά τους τρεις γοητευτικοί πρίγκιπες
.
  Ο πρώτος είχε δίπλα του ένα λιοντάρι, ο δεύτερος ήταν καβάλα σε ένα ελάφι και ο τρίτος είχε στον ώμο του ένα σπίνο, που κελαηδούσε χαρωπά.

  Οι πριγκίπισσες αναγνώρισαν αμέσως τα τρία ζωάκια που είχαν βοηθήσει και κατάλαβαν ότι οι τρεις πρίγκιπες ήταν οι αφέντες τους.

  'Είμαστε εδώ για να σας ζητήσουμε σε γάμο '' είπαν αυτοί.''Τα δώρα που σας στείλαμε είναι τα δώρα των αρραβώνων μας. Οι αγαπημένοι μας φίλοι μας είπαν ότι τους βοηθήσατε όταν είχαν ανάγκη. Έτσι και εμείς αποφασίσαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερες συζύγους από εσάς που είστε τόσο ευσπλαχνικές με τα ζώα''.

 Οι πριγκίπισσες είχαν μείνει με το στόμα ανοικτό από την έκπληξη και ένιωθαν βέβαια πολύ ευτυχισμένες. Ύστερα από τους γάμους τους πήγαν και έζησαν όλοι μαζί σε ένα υπέροχο κάστρο με σκύλους, γάτες, γαϊδουράκια, χήνες και πολλά άλλα ζώα.
 Φανταστείτε ότι είχαν και μια καμηλοπάρδαλη και ένα λιοντάρι.


 Αυτές και οι πρίγκιπες έζησαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια φροντίζοντας τα αγαπημένα τους ζώα.

Από τις ιστορίες για πριγκίπισσες του Tony Wolf

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Άκουα, η πριγκίπισσα της θάλασσας!



 Στο βυθό της θάλασσας, σε μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη κοράλλια και κοχύλια ζούσε  κάποτε η ΄Ακουα, η πριγκίπισσα της θάλασσας.
Όμως η Άκουα δεν είχε γεννηθεί στη θάλασσα. Ο πατέρας της, ήταν ένας άπληστος βασιλιάς, πολύ σκληρόκαρδος  και την είχε δώσει στο βασιλιά της θάλασσας, όταν εκείνη ήταν ακόμη μωρό, με αντάλλαγμα ένα μεγάλο θησαυρό.
Έτσι, η πριγκίπισσα μεγάλωσε κάνοντας παρέα με τα  ψάρια, τα δελφίνια, τις φάλαινες και όλα τα πλάσματα της θάλασσας.

  Η  Άκουα ήταν ευτυχισμένη στη θάλασσα, η αλήθεια όμως ήταν ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον κόσμο της στεριάς.
Όταν έγινε δεκαοκτώ χρονών, οι φίλοι της αποφάσισαν να   κάνουν ένα συμβούλιο μιας και είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα να συζητήσουν.

‘’Πρέπει να βρούμε  ένα σύντροφο για την πριγκίπισσα Άκουα’’, άρχισε το δελφίνι. ‘’Δεν μπορεί να ζήσει εδώ για πάντα μόνη της. Εμείς οι φίλοι της, πρέπει να ψάξουμε να της βρούμε έναν ωραίο, καλό και γενναίο σύζυγο’’.

  ‘’Θα της βρω τον καλύτερο είπε η φάλαινα αποφασιστικά! ’’Θα ζητήσω μάλιστα απ’ όλα τα ζώα που ζουν στην ακτή να με βοηθήσουν. Θα μιλήσω με τα θαλασσοπούλια. Εκείνα ξέρουν όσα γίνονται και στη στεριά και στη θάλασσα και σίγουρα θα με βοηθήσουν’’.

Έτσι, η φάλαινα ξεκίνησε να ψάχνει για τον τέλειο σύζυγο για την Άκουα, ώσπου μια μέρα συνάντησε ένα σμήνος από γλάρους.

‘’Υπάρχει ένας πρίγκιπας που ταξιδεύει με ένα μικρό καράβι στη θάλασσα των Σαργάσσων’’ της αποκάλυψε ο αρχηγός των γλάρων.
‘’Ταξιδεύει ψάχνοντας να βρει την τύχη του. Είναι δυνατός και περήφανος, όπως ακριβώς τον  θέλεις’’

Αφού ευχαρίστησε τον αρχηγό των γλάρων, η φάλαινα ακολούθησε το ρεύμα που θα την οδηγούσε στη Θάλασσα των Σαργάσσων.
 Εκεί είδε ένα μικρό καράβι με κόκκινα πανιά.  Στην πλώρη στεκόταν ένας ψηλός νέος άντρας, που ατένιζε τον ορίζοντα. Χωρίς να χάσει καιρό, η φάλαινα χτύπησε με την ουρά της το καράβι και το αναποδογύρισε. Έπειτα κατάπιε τον πρίγκιπα και τον μετέφερε στην σπηλιά της πριγκίπισσας Άκουα.

   Μόλις ο πρίγκιπας είδε την πριγκίπισσα, την ερωτεύτηκε αμέσως. Και αυτή το ίδιο. Αποφάσισαν λοιπόν να ζήσουν μαζί και ήταν στ’ αλήθεια πολύ ευτυχισμένοι. Σύντομα όμως ο πρίγκιπας άρχισε να νοσταλγεί τον ήλιο και τη ζωή στη στεριά. Μιλούσε στην πριγκίπισσα για όλα τα θαυμαστά πράγματα  που βρίσκονται πέρα από τη θάλασσα και η φωνή του έτρεμε από τη νοσταλγία. Η πριγκίπισσα τον άκουγε μαγεμένη και για πρώτη φορά σε όλη της τη ζωή ένιωσε την επιθυμία να ταξιδέψει πέρα από τη θάλασσα.

  Ο καιρός περνούσε και ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα γίνονταν όλο και πιο λυπημένοι.

‘’Θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπώ’’ της είπε μια μέρα ο πρίγκιπας ‘’αλλά δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον κόσμο μου και να ζήσω για πάντα σε αυτή τη σπηλιά στο βυθό της θάλασσας’’.

‘’Ούτε εγώ θέλω να εγκαταλείψω το δικό μου κόσμο. Δε μπορώ όμως και να ζήσω μακριά σου. Πόσο θα ήθελα να δω έστω και μια φορά όλα αυτά τα καταπληκτικά πράγματα, που μου έχεις πει για την πατρίδα σου!’’ του απάντησε η πριγκίπισσα.

Τότε η θάλασσα, που άκουσε τη συζήτηση των δυο ερωτευμένων, αποφάσισε να τους κάνει ευτυχισμένους. Μια νύχτα λοιπόν, ενώ όλοι κοιμούνταν, ανέβασε τη σπηλιά τους στην επιφάνεια των νερών. Οι τοίχοι άρχισαν να τρέμουν και η οροφή άνοιξε αφήνοντας να φανεί ο ουρανός, τα αστέρια και το φεγγάρι.

  Το άλλο πρωί η πριγκίπισσα ξύπνησε από μια ασυνήθιστη λάμψη. Ο πρίγκιπας, που είχε ξυπνήσει πριν από αυτή, την έπιασε από το χέρι και μαζί βγήκαν από το νερό και περπάτησαν σε μια μαγευτική αμμουδιά.

Μπροστά τους απλωνόταν μια καινούργια χώρα: ένα στρογγυλό νησί γεμάτο από ανθισμένα λουλούδια και καταπράσινα δάση. Και στη μέση, μια πανέμορφη γαλάζια λίμνη.

‘’Αυτός είναι ο κόσμος μου!’’ φώναξε ο πρίγκιπας γεμάτος χαρά δείχνοντας προς το νησί.

  ‘’Τι όμορφα που είναι εδώ! ‘’ είπε μαγεμένη η πριγκίπισσα, που έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια όσα μέχρι τώρα είχε μονάχα ακούσει από τον αγαπημένο της.’’ Και δεν υπάρχει λόγος να εγκαταλείψω τον κόσμο που ανήκω’’ πρόσθεσε κοιτάζοντας τη γαλάζια λίμνη.


Η Άκουα και ο πρίγκιπας παντρεύτηκαν κάπου ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα. Απέκτησαν πολλά παιδιά και έζησαν ευτυχισμένοι πολλά - πολλά  χρόνια.

πηγή ΄΄ιστορίες με πριγκίπισσες'' Tony Wolf
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...