Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Οι μαγικές βελόνες!




Η ιστορία μας μιλάει για μια μικρή πόλη. Μια πόλη από αυτές που οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, και έχουν και εμπορικά νταραβέρια, και χαιρετούρες και γενικά όλα αυτά που φτιάχνουν μια όμορφη φιλική και ζεστή ατμόσφαιρα.

 Σ’ αυτήν την πόλη λοιπόν το χαμόγελο άνθιζε στα πρόσωπα των ανθρώπων. Όμως όχι όλων.
Υπήρχε και κάποιος που το χαμόγελο του γινόταν πλατύ μόνο όταν κρατούσε  χρήματα στα  χέρια του που αργότερα έμπαιναν στις τσέπες του. Τότε ένοιωθε πολύ ευτυχισμένος. Όλες τις υπόλοιπες ώρες ήταν βλοσυρός και δύσκολα του έπαιρνε κάποιος που δεν ήταν πελάτης του μια κουβέντα απλή. Πόσο μάλλον φιλική!
Είχε ένα μαγαζί που πουλούσε νήματα. Στη βιτρίνα του μοστράριζαν ένα σωρό πλεκτά. Από σκουφιά μέχρι ολόκληρες φορεσιές. Και στα ράφια του οι κούκλες το νήμα ήταν αραδιασμένα ανά κατηγορία,   και ανά χρώμα. Έβλεπες στη σειρά μαύρες κούκλες μαλλί, καφέ, πράσινο, κίτρινο, μπλε όλα τα χρώματα που δημιουργούσαν μια υπέροχη χρωματιστή παλέτα και τραβούσαν το μάτι του πελάτη.
Με τόσο χρώμα στο μαγαζί του θα έλεγες πως κάποια ευχαρίστηση θα ένοιωθε κι αυτός ο άνθρωπος για τα απλά πράγματα και για τη ζωή. Όμως τίποτα. Η τσιγκουνιά του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν του άφηνε χώρο για κανένα άλλο συναίσθημα. Ο έμπορος μας δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία, όμως η σκυθρωπή του όψη τον έδειχνε μεγαλύτερο. Στην πραγματικότητα ήταν ένας άντρας γύρω στα τριάντα μα κανείς δεν το πρόσεχε. Τον έλεγαν Φάνη μα όλοι τον έλεγαν  τσιφούτη πίσω από την πλάτη του. 

Παραμονές Χριστουγέννων και η πόλη είχε σκεπαστεί από κάτασπρο χιόνι. Τα σπίτια ήταν στολισμένα και παντού πολύχρωμα φωτάκια έδιναν μια ζεστή γιορταστική ατμόσφαιρα τριγύρω. Παντού φως και στολίδια, γκι και γιρλάντες εκτός από του Φάνη το μαγαζί. Τα πάντα σκοτεινά και τίποτα δεν έδειχνε λίγο συναίσθημα και λίγη ομορφιά και αγάπη.
Το καμπανάκι της πόρτας χτύπησε και ο Φάνης σηκώθηκε να εξυπηρετήσει τον πελάτη, παίρνοντας ένα εμπορικό χαμόγελο. Μπροστά του στεκόταν μια γιαγιά ρακένδυτη, που τα ρούχα της ήταν τόσο παλιά που νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή οι κλωστές θα εξαϋλώνονταν και τα ρούχα θα άφηναν την τελευταία τους πνοή. Και η ασχήμια της δεν περιγραφόταν.  Το χαμόγελο του Φάνη χάθηκε από το πρόσωπο του όταν αντίκρισε την γριά και αμέσως τη ρώτησε απότομα.
‘’Τι θες; Δεν δεχόμαστε ζητιάνους στο μαγαζί.’’
‘’Στην πραγματικότητα εγώ ήρθα να σε βοηθήσω’’ του είπε η γριά.
‘’Και τι βοήθεια μπορείς να μου προσφέρεις εσύ;’’
‘’Ήρθα να σου προσφέρω κέρδος, μια και αυτό είναι το μόνο που καταλαβαίνεις. Είναι παραμονές Χριστουγέννων και αποφάσισα να κάνω το δώρο μου για φέτος. Θεωρώ πως αυτός είσαι εσύ.’’
Βγάζει από το εσωτερικό της τσέπης της δύο βελόνες πλεξίματος μικρές και τις ακουμπάει μπροστά του.
‘’Αυτές είναι δύο βελόνες που πλέκουν μόνες τους. Μόλις τις μπήξεις σε μια κούκλα μαλλί, αυτές αρχίζουν να πλέκουν. Και τα δημιουργήματα από αυτές τις βελόνες είναι τόσο τέλεια, που θα γεμίσεις χρήμα. Τόσο ανάρπαστα γίνονται. Όμως για να λειτουργήσουν οι βελόνες και να σε αποδεχθούν για αφέντη τους θα πρέπει πριν έρθουν τα Χριστούγεννα, να κάνεις καλό σε πέντε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Το καλό μετράει με το ευχαριστώ που θα σου πουν. Αν δεν το κάνεις οι βελόνες θα εξαφανιστούν την ημέρα των Χριστουγέννων κι εσύ θα χάσεις την ευκαιρία σου.’’
Αυτά είπε η γριά, και μέχρι ο Φάνης να σηκώσει το κεφάλι του από τις βελόνες που τις κοιτούσε έκπληκτος, εκείνη χάθηκε από μπροστά του.

Πήρε τις βελόνες σκεφτικός και παίρνοντας μια κούκλα μαλλί τις έμπηξε μέσα. Δεν έγινε τίποτα. Μια και πλησίαζε βραδάκι, αποφάσισε να κλείσει το μαγαζί, και να πάει στο σπίτι του. Πήρε τις βελόνες και τις έβαλε στην τσέπη του.
Βγαίνοντας στον δρόμο, σε μια γωνιά είδε ένα ρακένδυτο γέρο να στέκει στο κρύο. Θυμήθηκε τα λόγια της γριάς και αμέσως τον πλησίασε.
‘’Τι κάνεις παππού εδώ στο κρύο;’’
‘’Ζητιανεύω παλικάρι μου. Μήπως και μπορέσω να φάω ένα πιάτο ζεστό φαγητό.’’
Ο Φάνης τον παίρνει μαζί του και τον πάει στο μαγέρικο που ήταν κοντά. Τον καθίζει σε ένα τραπέζι και φωνάζει στον μαγαζάτορα να φέρει ένα πιάτο σούπα και ψωμί. Όσο ο γέρος έτρωγε σκεφτόταν πως η σούπα του έφτανε του ζητιάνου οπότε μετρούσε μέσα του το πρώτο από τα πέντε καλά που όφειλε να κάνει. Περίμενε λοιπόν να φάει ο γέρος, ο οποίος όμως είχε τέτοια πείνα που τελείωσε τη σούπα μονομιάς. Αναγνωρίζοντας  ο Φάνης το βλέμμα λύπης του γέρου προς το άδειο πιάτο, παράγγειλε και μια μπριζόλα με πατάτες και τυρί και λίγο κρασί. Ο γέρος όταν τελείωσε του έριξε ένα τέτοιο βλέμμα ευγνωμοσύνης, και του είπε ένα ευχαριστώ μέσα από την καρδιά του, που ο Φάνης ένοιωσε μεγάλη ικανοποίηση. Τώρα του είπε μπορούσε να κοιμηθεί χορτάτος για πρώτη φορά ύστερα από μέρες.

Την άλλη μέρα, δεν άνοιξε το μαγαζί. Τριγύρισε στην πόλη και για πρώτη φορά άρχισε να κοιτάει τον κόσμο παρατηρώντας τον. Έφτασε στην μεριά της πόλης με τα φτωχικά σπίτια, και ξάφνου πρόσεξε τον γιατρό που έβγαινε από την πόρτα ενός από αυτά. Τον συνόδευε μια κοπέλα και διακριτικά στάθηκε πιο πέρα για να ακούσει τι έλεγαν.
Ο γιατρός έλεγε της κοπέλας πως για να γίνει καλά η μητέρα της χρειάζονταν φάρμακα. Η κοπέλα είχε μια έκφραση απόγνωσης όταν του είπε πως δεν υπάρχουν  χρήματα για να πάρει τα φάρμακα.
Ο Φάνης έπιασε τον γιατρό παράμερα, και τον ρώτησε τι φάρμακα χρειάζεται η μητέρα της κοπέλας μια και ήταν πρόθυμος να τα αγοράσει εκείνος. Έτσι λοιπόν με τα φάρμακα στο χέρι, χτύπησε την πόρτα του φτωχικού σπιτιού. Είπε πως τον στέλνει ο γιατρός να βοηθήσει, και έδωσε τα φάρμακα στο νεαρό κορίτσι. Συγκινημένο το κορίτσι τον ευχαρίστησε για το καλό που τους έκανε. Ο Φάνης μετρούσε το δεύτερο ευχαριστώ που είχε πάρει ενώ παρατηρούσε το φτωχικό σπίτι, που έλαμπε όμως από πάστρα, καθώς και την τρυφερότητα της κοπέλας προς την άρρωστη μητέρα της. Ένοιωσε κάτι σαν τρίξιμο στην παγωμένη του καρδιά, και προς στιγμήν είχε ξεχάσει τις βελόνες και αυτό που όφειλε να κάνει για να κερδίσει χρήματα. Η ζεστασιά του φτωχικού σπιτικού και της κοπέλας που ζούσε σε αυτό με τη μητέρα της, το μικρό δεντράκι που ήταν σε μια γωνιά με τα λιγοστά στολίδια του, τον έκαναν να ξεχάσει το σκοπό του. Άθελα του στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του δικού του ψυχρού και αστόλιστου σπιτιού. Σηκώθηκε να φύγει ευχόμενος περαστικά, και την ώρα που έφτασε στην πόρτα, αυθόρμητα γύρισε και είπε πως το μαγαζί του βρισκόταν εκεί και αν χρειάζονταν βοήθεια να μη δίσταζαν να του τη ζητήσουν.

Στη συνέχεια αγόρασε παιχνίδια, στολίδια και τρόφιμα για μια οικογένεια με πολλά παιδιά που με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα, πήρε ρούχα σε φτωχούς που δεν είχαν την δυνατότητα να πάρουν, τάισε πεινασμένους, έτρεχε με το γιατρό όπου χρειάζονταν φάρμακα. Παράγγειλε ακόμα και μια ειδική καρέκλα σε κάποιο παιδί που ήταν ανάπηρο. Κάθε μέρα ένοιωθε και πιο ανάλαφρος, πιο χαρούμενος και παντού μόλις τον έβλεπαν του χαμογελούσαν με ευγνωμοσύνη και αγάπη. Κι εκείνος τα εισέπραττε χωρίς να καταλάβει πως ο πάγος στην καρδιά του είχε ήδη λιώσει.
Είχε ξεχάσει τις βελόνες στην τσέπη του και δεν τις θυμήθηκε παρά μόνο όταν την παραμονή των Χριστουγέννων πια μπήκε στο μαγαζί του.

Τις έβγαλε από την τσέπη του, και παίρνοντας μια κούκλα μαλλί τις έμπηξε μέσα. Τότε οι βελόνες άρχισαν να πλέκουν. Το παράξενο ήταν πως η κούκλα το μαλλί τελείωνε μόλις τελείωνε και το πλέξιμο του κομματιού που φτιαχνόταν.
Στα χέρια του κρατούσε ήδη ένα υπέροχο παλτό πλεχτό. Ήταν τόσο περίτεχνα φτιαγμένο που σκέφτηκε πως η γριά του είχε πει την αλήθεια. Κι όπως το κοιτούσε κάτι παράξενο του ήρθε στο μυαλό. Σκέφτηκε την κοπέλα του φτωχικού σπιτιού να το φοράει. Αμέσως χωρίς να διστάσει, έμπηξε τις βελόνες σε άλλη κούκλα και αυτές άρχισαν το έργο τους.

Φορτωμένος με πακέτα, επισκέφτηκε την κοπέλα. Η μητέρα της ήταν πολύ καλύτερα και ήταν όρθια στο τραπέζι. Τους έδωσε τα πακέτα του και εκείνες έμειναν άφωνες από τα πλεχτά φορέματα και τα παλτά που τους είχε φέρει. Έτσι τον κάλεσαν να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα.
Εκείνος τότε τους ζήτησε να έρθουν στο δικό του σπίτι παρότι ήταν αστόλιστο. Και η κοπέλα αμέσως του είπε  να μην ανησυχεί. Αν ήθελε μπορούσε να το περιποιηθεί και να μαγειρέψει κιόλας.
Για πρώτη φορά με κάποιο άλλο άτομο βγήκε για ψώνια. Και πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωθε τέτοια χαρά. Όταν στόλισαν το σπίτι του, και άνοιξαν τις πόρτες στα παιδιά για τα κάλαντα, είχε πάρει την απόφαση του.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα, οι βελόνες είχαν πάρει θέση πάνω στο περβάζι του τζακιού. Το σπίτι ήταν φωτεινό και πολλοί περνούσαν να τον ευχαριστήσουν για τα καλά που τους έκανε και να πιουν ένα ποτήρι κρασί. Η καρδιά του ήταν γεμάτη χαρά, και αγάπη όταν έκανε πρόταση γάμου στην όμορφη νέα. Εκείνη δέχτηκε με χαρά και του είπε πως τον βρήκε ξεχωριστό άνθρωπο με ζεστασιά από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε. Ένοιωσε τέτοια ευτυχία μέσα του, που ούτε την φανταζόταν. Κοίταξε τις βελόνες και υποσχέθηκε πως θα σκόρπιζε καλό με τα αριστουργήματα της. Αυτά τα Χριστούγεννα μια γριά καθόταν μπροστά σε μια σφαίρα και χαμογελούσε ικανοποιημένη με τα αποτελέσματα του δώρου της. Είχε μάθει σε κάποιον πόση ζεστασιά σκορπίζει στη ζωή η ανθρωπιά.



Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Η φλόγα η Πηδηχτούλα!



Η Πηδηχτούλα ήταν μια μικρή φλογίτσα, που παρουσιαζόταν όταν κάποιος άναβε ένα σπίρτο.

Ω! χαρά που έκανε η Πηδηχτούλα τότε, που ζωντάνευε και μπορούσε να παρακολουθεί γύρω της τον κόσμο.

Άλλες φορές ξυπνούσε σε ένα βαρέλι και της έδιναν να φάει ξερά χόρτα. Τότε ήταν η χειρότερη στιγμή της. Γιατί κλεισμένη στο βαρέλι δεν έβλεπε πολλά πράγματα, και μόλις τελείωνε το τσιμπούσι της, ένα σωρό νερό, ο μεγαλύτερος εχθρός της,  την έστελνε πάλι στη λήθη και στην αναμονή.

Υπήρχαν φορές, που γεννιόταν σε μια ωραία ψηστιέρα, και όσο έτρωγε τα ξερά κλαδιά και τα ξύλα, υπέροχες μυρωδιές από ψητό κρέας και λουκάνικα την μάγευαν και την έκαναν ευτυχισμένη.

Όμως η πιο ωραία στιγμή της, ήταν όταν γεννιόταν σε μια αρμαθιά ξύλων μέσα στο δάσος σε κάποια κατασκήνωση και μπορούσε εκεί ήρεμη να παρακολουθεί το παιχνίδι των παιδιών και το κελάηδημα των πουλιών. Να βλέπει τον ήλιο, τα έντομα που πετούσαν και να γελάει που την απέφευγαν. Μα δεν προλάβαινε να μεγαλώσει και πάλι το καταραμένο το νερό και αυτή την φορά και  χώμα την αφάνιζαν.

Μια μέρα ο μικρός θόρυβος ενός σπίρτου ξύπνησε την Πηδηχτούλα. Και ένα αντρικό χέρι, την απέθεσε πάνω στο φιτίλι ενός κεριού. Το δάχτυλο του χεριού άρχισε να την χαϊδεύει και να παίζει μαζί της. Για πρώτη φορά η Πηδηχτούλα αισθάνθηκε πως κάποιος την αγαπούσε και ασχολιόταν με αυτήν.
Τότε ο άντρας, άρχισε να της μιλάει. Παράξενο, αλλά καταλάβαινε πολύ καλά τη γλώσσα του. Ήταν η γλώσσα της φωτιάς. Ένοιωσε τόσο οικεία σαν στο σπίτι της που λένε.
Ο άντρας της υποσχέθηκε πως θα την κάνει μεγάλη και τρανή. Θα της δώσει πολύ φαγητό και θα την κάνει βασίλισσα.
Η Πηδηχτούλα χάρηκε και άρχισε να ονειρεύεται μεγαλεία και θρόνους και βασίλεια. Θα έστηνε τον θρόνο της κοντά στα δέντρα και θα άκουγε μόνιμα τα πουλιά και τα γέλια των παιδιών.

Την νύχτα αισθάνθηκε τον άντρα να την ξυπνάει. Αλλά ήταν μικρούλα ακόμα και δεν έβλεπε πολλά πράγματα. Σε λίγο όμως βρήκε μπόλικο φαί, και λαίμαργη όπως ήταν άρχισε να τρώει αχόρταγα. Όσο έτρωγε, τόσο μεγάλωνε.
Μέσα στην μανία της να φάει και να μεγαλώσει για να γίνει τρανή και να βασιλεύσει όπως της υποσχέθηκε ο φίλος της, μήτε το κατάλαβε πως έγινε τεράστια, και αυτό την έκανε να φουντώσει από ματαιοδοξία.  Δεν άκουγε καν τις φωνές, ούτε τον θόρυβο και τα αλαλιάσματα φόβου που κυριάρχησαν παντού. Δεν είδε καν όσο μεγάλωνε, ανθρώπους που έτρεχαν να προστατέψουν τα σπίτια τους και τους εαυτούς τους από την πείνα της.
Ολόκληρη νύχτα έτρωγε, και ολόκληρη νύχτα αισθανόταν πανίσχυρη και αήττητη. Μα η επιμονή κάποιων και η αυτοθυσία, κατόρθωσε να τιθασεύσει την μανία της.

Ο ήλιος ανέτειλε και το πρωινό φως την βρήκε να είναι σκορπισμένη σε κομμάτια και μικρούλα, έτοιμη να ξεψυχήσει.
Έστρεψε το βλέμμα της τριγύρω και αυτό που είδε την τρόμαξε. Τα δέντρα που τόσο αγαπούσε είχαν μείνει μαύρα κουφάρια.  Την εικόνα που αντίκρισε διόλου δεν την  απολάμβανε. Ούτε πουλιά κελαηδούσαν πια, ούτε έντομα πετούσαν, και κάπου είδε κατεστραμμένα σπίτια, ανθρώπους να κλαίνε, και τα μαυρισμένα κουφάρια κάποιων μικρών ζώων.

Τότε κατάλαβε πως ο άντρας εκείνος δεν ήταν φίλος κανενός. Πως την χρησιμοποίησε για να σκορπίσει την καταστροφή και την κακία. Για να καταστρέψει ό,τι θα μπορούσε να απολαμβάνει μικρούλα και ωραία προστατευμένη στο χώρο που της έπρεπε.


Έκλεισε τα μάτια της ζητώντας συγγνώμη για τον πόνο που προκάλεσε, και όρθωσε τα μικρά της στήθη καλώντας τον εχθρό της το νερό, να την τιμωρήσει. Μόνο και μόνο, επειδή έγινε πιόνι στα χέρια ανόητου άπονου ανθρώπου γεννημένου μόνο για το κακό.

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Η Κυρά Γραμματική και τα Σημεία Στίξης!




Κάποτε σε ένα σχολείο, η δασκάλα η  Κυρά Γραμματική, περνούσε μαρτυρικές μέρες.
Προσπαθούσε να διδάξει τους μαθητές της, τα Γράμματα και να τα κάνει να καθίσουν φρόνιμα, ώστε να μάθουν να είναι χρήσιμα. Ήδη είχε φτιάξει ένα πρόγραμμα, για να τα διδάξει να μπαίνουν σε ομάδες, και να δώσουν νόημα στον προφορικό λόγο.

Όμως πού! Μάταια προσπαθούσε να τα κρατήσει πειθήνια και να ακολουθούν τις εντολές της.
Το μυαλό τους ήταν συνέχεια στον τσακωμό.

Το Ε ήθελε να μπει μπροστά από το Α, το Ο  φώναζε γιατί να μπουν τα δύο προηγούμενα πρώτα, το Ω έκανε τραμπάλα πέφτοντας με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Ακόμα  τα φωνήεντα τσακώνονταν με τα σύμφωνα που μια και ήταν περισσότερα στον αριθμό, θεωρούσαν πως έπρεπε να κάνουν κουμάντο.
Τα φωνήεντα στο συγκεκριμένο θέμα, παραδόξως,  συμφωνούσαν μεταξύ τους, μια και εδώ παιζόταν το γόητρο της ομάδας τους, και έλεγαν πως χωρίς αυτά,  τα σύμφωνα φαίνονταν ανούσια και συνεπώς ασήμαντα.

Μια μέρα μετά το σχόλασμα η Κυρά Γραμματική, κάθισε στην όχθη του ποταμού την ώρα που σουρούπωνε, και απελπισμένη κοιτούσε το νερό.
Έπειτα από λίγο σήκωνε το κεφάλι της, κάρφωνε το βλέμμα στον ορίζοντα και άφηνε έναν μεγάλο αναστεναγμό. Της άρεσε η ώρα που βράδιαζε. Το δέντρο που βρισκόταν από πάνω της, την έκανε να αισθάνεται πως ήταν μακριά από προβλήματα και πως ο χώρος αυτός ήταν απόμερος και δικός της.
Όμως δεν ήταν αλήθεια. Γιατί εκτός από εκείνην, στα κλαδιά του δέντρου είχε την φωλιά της και μια κουκουβάγια, που εκείνο το απόγευμα ξύπνησε νωρίτερα από τους αναστεναγμούς κάποιου. Τόσο έντονοι ήταν, που της κίνησαν την περιέργεια.

-Τι έχεις κυρά μου και σκούζεις έτσι; Τι προβλήματα είναι αυτά που σε κάνουν να ξεφυσάς σαν τρένο στον ανήφορο;

-Αχ συγγνώμη κυρία Κουκουβάγια αν σε ενόχλησα. Θαρρούσα πως ήμουν μόνη.

-Δεν πειράζει, θα είναι χαρά μου αν μου ανοίξεις την καρδιά σου και μπορέσω να σε βοηθήσω.

Η Κυρά Γραμματική άρχισε να της εξιστορεί τα βάσανα της με τους ατίθασους μαθητές της.

Αφού άκουσε με πολλή προσοχή η Κουκουβάγια, έμεινε για λίγο σιωπηλή και έπειτα είπε.

-Από τη στιγμή που μπόρεσες να βρεις τρόπο να αποτυπωθεί ο προφορικός λόγος, δεν νομίζω πως δεν μπορείς να φτιάξεις κανόνες που από μόνοι τους θα δίνουν σπουδαιότητα πότε στο ένα γράμμα και πότε στο άλλο. Νομίζω πως άμα το κάνεις σαν παιχνίδι και τους δώσεις κίνητρο, θα δεχθούν να ακολουθήσουν τις εντολές σου. Έξυπνη είσαι! Απλά χρειάζεσαι κανόνες κι άλλους, για ενίσχυση και ολοκλήρωση του έργου σου.

Η Κυρά Γραμματική το σκέφτηκε. Την ευχαρίστησε και έφυγε σκεφτική.
Της άρεσε η συμβουλή της Κουκουβάγιας. Πώς όμως θα έκανε πότε το ένα γράμμα πιο σπουδαίο και πότε το άλλο; Αποφάσισε να δώσει περισσότερη προσοχή στον προφορικό λόγο, από πλευράς ήχου αυτή την φορά.

Ύστερα από μελέτη, πρόσεξε πως όσοι μιλούσαν, πότε έκοβαν την φωνή τους για λίγο να πάρουν  ανάσα, πότε την έκαναν πιο έντονη ή πιο σιγανή ανάλογα με τα συναισθήματα τους, και πότε τόνιζαν κάποια σημεία σημαντικά.

Τότε της ήρθε ιδέα σπουδαία. Την ώρα που προχωρούσε είδε ένα σημαιάκι   να κρέμεται από ένα σχοινί. Επάνω του βρίσκονταν  εννέα  βούλες μαύρες, που χασμουριόνταν βαριεστημένα. Τους πρότεινε να τις προσλάβει για βοηθούς εκπαίδευσης στο σχολείο της κι εκείνες αμέσως δέχτηκαν, πήδηξαν κάτω και την ακολούθησαν χαρούμενα.
Πιο πέρα, σε ένα καφενείο βρήκε ό,τι άλλο χρειαζόταν. Έναν κύκλο που ο μισός κουβέντιαζε με τον άλλο μισό,   ένα μουστάκι ελαφρά γυριστό   και ένα σωρό σιρίτια που τα ν επάνω τους κουτσομπόλευαν για ώρα. Όλα δέχτηκαν την νέα δουλειά και την ακολούθησαν.

Μια και ήταν Σάββατο είχαν όλο το χρόνο να προετοιμαστούν.
Πήρε λοιπόν τη μια βούλα και της είπε:

-Εσύ θα λέγεσαι στο εξής Τελεία και θα μπαίνεις στο τέλος φράσεων που έχουν ολοκληρωμένο νόημα.

Εσύ θα λέγεσαι Άνω Τελεία και θα χωρίζεις σε δύο μέρη μια φράση που το δεύτερο μέρος θα επεξηγεί το πρώτο. Και θα στέκεσαι πάντα στο επάνω μέρος των γραμμάτων.

Εσύ θα στέκεσαι πάνω από το μισό γυριστό μουστάκι και θα λέγεστε Ερωτηματικό που θα μπαίνετε στο τέλος της φράσης που κάνει ερώτηση.

Το μουστάκι διαμαρτυρήθηκε που θα χωριζόταν στα δύο, μα τελικά συμφώνησε, όταν η Κυρά Γραμματική τους μίλησε πως η σπουδαιότητα του νέου τους ρόλου ήταν μεγαλύτερη για τους ανθρώπους από το μουστάκι αυτό καθεαυτό.

Εσύ λέει σε άλλη μια βούλα, θα μπαίνεις από κάτω από την μια πλευρά ενός ν που όρθια από πάνω σου θα μπαίνετε μετά από επιφωνήματα, ή συναισθήματα φόβου, θαυμασμού, πόνου. Θα σας λένε Θαυμαστικό.

Ήταν η σειρά των ν να διαμαρτυρηθούν αλλά γρήγορα πείστηκαν και αυτά. Σαν να ανέβαιναν σε βαθμό έτσι.

Εσύ λέει στο άλλο μισό μουστάκι θα είσαι μόνο σου και θα λέγεσαι Κόμμα θα δείχνεις δε μέσα σε μια πρόταση,  πού να κάνουμε μια μικρή παύση.

Εσείς οι τρεις βούλες,  θα μπαίνετε στη σειρά όταν η φράση μένει ατελείωτη και θα λέγεστε Αποσιωπητικά.

Κι εσείς οι δύο, θα στέκεστε η μία πάνω από την άλλη, όταν απαριθμούνται πράγματα και θα λέγεστε Άνω και Κάτω Τελεία.


Εσύ είπε στο άλλο τμήμα του ν, θα λέγεσαι παύλα και θα μπαίνεις μέσα σε διάλογο, για να δείχνεις ότι αλλάζει πρόσωπο.

Τα δύο τμήματα του κύκλου τα ονόμασε Παρένθεση και θα κλείνουν μια λέξη ή μια φράση που επεξηγεί το νόημα. Αυτά συμφώνησαν αμέσως να χωριστούν μια και πάντα από το στρογγυλό σχήμα τους είχαν μια μόνιμη ζαλάδα.

Κράτησε δύο διπλά ν και τους είπε πως στο εξής θα είναι ξαπλωτά ανά δύο και θα λέγονται Εισαγωγικά και κάποια άλλα τα χώρισε και τα ονόμασε Διπλή παύλα και στο τέλος κράτησε ένα μισό ν ξέχωρο.

Πριν του μιλήσει είπε στα υπόλοιπα.
 Όλα είστε ομάδα. Και στο εξής θα λέγεστε Σημεία Στίξης.

Και γυρνώντας στο μισό ν του λέει.
Εσύ θα λέγεσαι Τόνος και θα πηδάς από γράμμα σε γράμμα ανάλογα πως προφέρεται η λέξη.

Όλο το Σαββατοκύριακο έκαναν πρόβες και μελετούσαν τυχόν ατέλειες.

Την Δευτέρα τα Γράμματα τα περίμενε έκπληξη. Η δασκάλα τους είχε μαζί της ένα σωρό βοηθούς. Όταν έμαθαν τι θα έκαναν, ενθουσιάστηκαν με το καινούργιο παιχνίδι.
Ακολουθώντας τις εντολές της Κυρά Γραμματικής και με τη συμμετοχή των Σημείων Στίξης, έμαθαν να εργάζονται ομαδικά και να φτιάχνουν ωραίες λέξεις, έπειτα προτάσεις, και έπειτα ολόκληρα κείμενα.

Στην γιορτή μάλιστα που δόθηκε για την πόλη, έδωσαν στην παράσταση τους όλο τον εαυτό τους, χαρούμενα μια και κανένα δεν ήταν ούτε πρώτο ούτε τελευταίο, αλλά άλλαζαν συνεχώς θέσεις με ένα υπέροχο και δημιουργικό αποτέλεσμα.

Αισθάνθηκαν δε περηφάνια όταν πήραν βραβεία για την προσφορά τους στον κόσμο. Και μάλιστα οι άνθρωποι  δεν  έπαψαν ποτέ από τότε να   μιλάνε γι’ αυτήν την προσφορά , να την εκτιμούν, και  πάντα να θυμούνται τα Γράμματα και την Κυρά Γραμματική με ευγνωμοσύνη.



Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Εγώ ο Άνθρωπος!





 Ένοιωθα την αχλή του πρωινού να μου δροσίζει τα μάγουλα και τα υγρά χόρτα έβρεχαν τις άκρες από τα μπατζάκια του παντελονιού μου.

 Μου άρεσε το πρωινό. Κι ας ήταν ελαφρά ομιχλώδες και υγρό.  Μου άρεσε να τρέχω κατά μήκος στο πράσινο χαλί και έπειτα να παίρνω το κατηφορικό δρομάκι που έβγαζε στην άκρη του ποταμού.

Εκεί που τα νερά έτρεχαν ορμητικά ακολουθώντας την πορεία τους χωρίς να κοιτάζουν πίσω. Μια αέναη ροή που την παρακολουθούσα σαν υπνωτισμένη καλωσορίζοντας το ξημέρωμα της καινούργιας μέρας.

Έγειρα πάνω στο βράχο στην άκρια και τον αγκάλιασα σαν να ήθελα να τον ξεριζώσω από τη θέση του.

‘’Ε… άκουσα μια φωνή απ’ τη μεριά του βράχου. Μάταια προσπαθείς να με κινήσεις. Είναι γερές οι ρίζες μου στη γη και είμαι τόσο δυνατός σε σύγκριση με το αδύναμο κορμί σου.’’

‘’Θέλω κι εγώ να είμαι σαν και σένα. Αυτό θα θέλει πολλή προσπάθεια ε; Θέλω να είμαι δυνατή. Να έχω κι εγώ βαθιές ρίζες και να μη μπορεί να με νικήσει τίποτα.’’

‘’Ναι είναι σωστό   να είσαι σταθερός. Μα πάλι πρέπει να προσέχεις. Γιατί όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας. Ποτέ δεν πρέπει να είσαι υπερόπτης απέναντι σε άλλες δυνάμεις. Ας πούμε εγώ δεν υποτιμώ την δύναμη του νερού.’’

‘’Πώς είναι δυνατό να σε νικήσει κάτι που δεν έχει μάζα; Το πιάνω και φεύγει από τα δάχτυλα μου.’’

‘’Γιατί έχει υπομονή και επιμονή. Κι εγώ έχω το μειονέκτημα πως είμαι ακίνητος στην ίδια θέση. Εκείνο με χτυπάει πάντα στο ίδιο σημείο ακούραστα. Και σιγά-σιγά με διαβρώνει και με συρρικνώνει.’’

‘’Τότε θέλω να έχω την δύναμη σου, την υπομονή και την επιμονή του νερού που δεν έχει κανένα εμπόδιο.’’

‘’Μη νομίσεις πως εγώ δεν βρίσκω εμπόδια, είπε το νερό. Πολλές φορές δέντρα που πέφτουν μου κλείνουν τον δρόμο και δεν μπορώ να προχωρήσω. Κι επίσης ένα μέρος μου εξατμίζεται από την ζέστα του ήλιου.’’
‘’Θέλω τότε και το θάρρος του δέντρου που ρίχνεται στα ορμητικά νερά και τους κλείνει τον δρόμο. Θέλω να γίνω,  βράχος, ορμητικό νερό και ένα περήφανο δέντρο.’’

Ξαφνικά ακούστηκε μια αργή βαθιά γέρικη φωνή. Ήταν η φωνή του Ήλιου.

‘’Γιατί θέλεις να γίνεις βράχος, νερό ή δέντρο; Όλα αυτά έχουν ιδιότητες καθορισμένες από τη  φύση. Εσύ έχεις κάτι που αυτά δεν έχουν.
 Έχεις καρδιά! Μια ζεστή καρδιά και ένα έξυπνο μυαλό.
 Μπορείς με αυτά τα δύο, να χειριστείς τον άνεμο, το νερό, να κινήσεις βράχους, να νικήσεις φράχτες με  συρματόσχοινα.
 Έχεις τις πιο βαθιές ρίζες. Και με μόνο οδηγό την αγάπη, μπορείς αν θέλεις να κάνεις με σεβασμό έναν καλύτερο κόσμο. 
Τα δέντρα να ανθίζουν, και τα καθάρια νερά να κυλάνε δίπλα σε σπίτια που στα κεραμίδια τους κάνουν φωλιές τα πουλιά με ασφάλεια.
 Είσαι ο άνθρωπος!
 Αυτός που μπορεί να αντιμετωπίσει  όλες τις εποχές προς όφελός του. Αρκεί πάντα να έχεις οδηγό την καρδιά σου και η ζωή σου θα είναι γεμάτη δημιουργία,  δύναμη και χαρά. Ευτυχία και ομόνοια.’’

Γέλασα δυνατά... 
 Μα ναι! Όλα τα μπορώ αρκεί να θέλω.
 Και χαρούμενη πήρα το δρόμο του γυρισμού. 
Είμαι ο άνθρωπος.


Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Όταν τα φρούτα μιλάνε...






Η Αννούλα σήμερα που ήταν Κυριακή και δεν είχε σχολείο, αποφάσισε να φτιάξει πρωινό στη μαμά και στον μπαμπά που κοιμόνταν ακόμη.

Πήγε λοιπόν σιγά-σιγά στην κουζίνα και σκέφτηκε:
‘’Θα στύψω φρούτα. Όμως το μηχάνημα θα κάνει θόρυβο. Τι να κάνω;’’

Στο μεταξύ έβγαλε από το ψυγείο αβγά και αφού γέμισε το μπρίκι νερό, τα έβαλε μέσα. Ήξερε πώς να ανάβει το μάτι της κουζίνας, όμως είχε ένα άγχος!!!
Ας μην κάνω ζημιά Θεούλη μου, έλεγε συνεχώς από μέσα της. Αράδιασε  ό,τι φρούτα είχαν στον πάγκο της κουζίνας.

Η Αννούλα ήταν μικρούλα, αλλά έφτανε στον πάγκο με ένα μικρό σκαλάκι, που ήταν ολόδικό της. Όμως αφού έτρωγε το φαγητό της, θα ψήλωνε. Το ήξερε.
Συνέχιζε να κοιτάζει τα φρούτα και σκεφτόταν τι να κάνει.
Χμ… χμ … να τα στύψω δεν μπορώ, δεν έχω δύναμη. Να τα αλέσω, θα ακουστεί ο αποχυμωτής. Μάλλον θα τα κόψω κομματάκια, όλα μαζί, όπως κάνει η μαμά, σκέφτηκε, όταν μου κάνει φρουτοσαλάτα.

Όμως στον πάγκο πρόσεξε μια φασαρία, ένα μικρό σαματά και κοίταξε απορημένη. Η μπανάνα έσπρωχνε τα άλλα φρούτα προς τα πίσω. Κάτι έλεγε, τι άραγε;
Έσκυψε η Αννούλα να ακούσει.
‘’Μα μιλήστε πιο δυνατά.. είπε.
‘’ Μας ακούς; Είπαν όλα τα φρούτα μαζί.
‘’Φυσικά αν μιλάτε κανονικά χωρίς να κάνετε θόρυβο και ξυπνήσετε τη μαμά μπορούμε να συζητήσουμε.’’
‘’Εγώ πρέπει να είμαι η πρώτη που θα βάλεις στη φρουτοσαλάτα των γονιών σου.’’ Είπε η μπανάνα.
‘’Μην ξεχνάς ότι έχω τόσες βιταμίνες όσες όλα τα άλλα φρούτα.’’
‘’Μην καυχιέσαι τόσο’’, της είπε το μήλο κυλώντας και δίνοντας της με τον όγκο του μια σπρωξιά.
‘’Ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα, το ξέχασες;’’
Η μπανάνα δεν μίλησε αλλά το πορτοκάλι κύλησε πιο κοντά. ‘’ Μην ξεχάσεις να με στύψεις τελευταίο, γιατί η βιταμίνη μου θα χαθεί αν μείνω πολλή ώρα στο ποτήρι.’’
‘’Τι κρίμα που δεν έχω δύναμη να στύβω. Περιμένετε λίγο, να βάλω την καφετιέρα να κάνει καφέ.
Η Αννούλα θυμόταν ότι η μαμά μετρούσε δύο κούπες νερό και έβαζε φίλτρο από το συρτάρι και πρόσθετε δύο κουταλάκια καφέ. Μετά πατούσε το κουμπί.
Ουφ! Όλα τα έκανε και έβαλε μπροστά την καφετιέρα.
‘’Πόσο μεγάλωσες’’ της είπε το αχλάδι. ‘’Θυμάμαι όταν ήσουν μικρούλα και έτρωγες αχλάδι φρουτόκρεμα. Εγώ σε μεγάλωσα να το ξέρεις.’’
‘’Βρε αχλάδι μου, είπε το κοριτσάκι χαμογελώντας. Δεν ήσουν εσύ αλλά τα αδέλφια σου’’.
‘’Το ίδιο κάνει. Ό,τι γίνεται στον έναν μας γίνεται και στον άλλον. Όλα τα μαθαίνουμε.’’
Το ακτινίδιο δεν μιλούσε και η Αννούλα δεν του έδωσε σημασία. Δεν της πολυάρεσε κιόλας.
Άρχισε να κόβει τα φρούτα κομματάκια σε μπολ. Πρόσεχε πολύ μην κοπεί με το μαχαίρι, γι’ αυτό της έπαιρνε πολλή ώρα.

Όταν τελείωσε το ακτινίδιο προσβλήθηκε που το περιφρόνησε. Κύλησε δίπλα της και της είπε αγριεμένο.
‘’Δεν ξέρεις τι χάνεις. Με περιφρονείς αλλά έτσι, εγώ δεν θα σου δώσω τις πολλές και σπουδαίες βιταμίνες μου. Λες η μαμά σου να με αγόραζε αν ήμουν άχρηστο; Γι’ αυτό δεν αρρωσταίνεις συχνά γιατί με τρως κάθε μέρα.
‘’Σου ζητώ συγγνώμη ακτινιδούλη μου. Αμέσως θα σε βάλω στην φρουτοσαλάτα αλλά να είσαι ξινούλι.’’
‘’Γι’ αυτό ανακάτεψε με, με τα άλλα φρούτα. Έτσι και τις βιταμίνες θα πάρεις και δεν θα νοιώθεις την ξινή μου γεύση.’’
Ετοίμασε τις δύο κούπες με τον καφέ σε δύο δίσκους. Έψησε ψωμί  και το έβαλε σε πιάτα μαζί με τα αβγά και με τυρί. Έβαλε και τη φρουτοσαλάτα.
Όταν ξύπνησαν η μαμά και ο μπαμπάς τα έχασαν. Χαμογέλασαν και ευχαρίστησαν το κοριτσάκι τους που είχε κάνει τόσο κόπο. Και πράγματι η Αννούλα είχε κοπιάσει πολύ, και η μαμά κοίταξε τριγύρω την κουζίνα που έμοιαζε σαν ‘’βομβαρδισμένη’’, και που έπρεπε να τα καθαρίσει τώρα εκείνη, αλλά κοιτάζοντας το ευτυχισμένο προσωπάκι της κόρης της, χαμογέλασε και σκέφτηκε: ‘’ποιος νοιάζεται;’’


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...